«Ο Αλέξανδρος
εμφανίστηκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Κοίταξε την κοπέλα που κοιμόταν γαλήνια.
Απέναντι από το πρόσωπό της στεκόταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα χρωματιστά
φωτάκια αναβόσβηναν γοργά και έκαναν τις σκιές στα μάγουλά της να χορεύουν. Έκανε
ένα βήμα και η μπότα του άφησε έναν βαρύ γδούπο στο ξύλινο πάτωμα. Κάτω από το
δέντρο βρισκόταν μία κάρτα, στην οποία είχε αποτυπωθεί ένα χιονισμένο τοπίο.
Την άνοιξε.
«Καλές γιορτές, αγαπημένη μου Ρέα!
Εύχομαι ολόψυχα οι μέρες αυτές
να είναι γεμάτες φως
και
να πλημμυρίζει την ψυχή και την καρδιά!
Με αγάπη,
Μαρίνα»
«Τι παράξενοι που είναι αυτοί οι θνητοί.
Εύχονται φως όταν το μόνο που παλεύει για
να κυριαρχήσει μέσα τους είναι το σκοτάδι» σκέφτηκε ο Αλέξανδρος. Ακούμπησε
την κάρτα στη θέση της και γύρισε το πράσινο, σχεδόν διάφανο βλέμμα του, στην
κοπέλα. Εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια.
«Καλές
γιορτές» ψιθύρισε.
«Ούτε φως,
ούτε σκοτάδι
μόνο αυτό που
επιθυμείς,
εκείνο μπροστά
σου να το βρεις».
Είπε και το
επόμενο δευτερόλεπτο εξαφανίστηκε.
Αλέξανδρος, Αέναη Μάχη- Άνοδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου