ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΚΑΡΕΠΗ
για το "ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ"
από τις εκδόσεις ΠΝΟΗ.
Ήταν ένα από εκείνα τα ζεστά απογεύματα του
καλοκαιριού που οι αντένες της έμπνευσης είχαν υψωθεί στον αέρα γυρεύοντας κάτι
πάνω στο οποίο θα σκάλωνε η κόκκινη κλωστή μου και θα μου έφερνε μια νέα
ιστορία. Μια φράση, ένα νεύμα, μια
είδηση ή πολύ απλά ένα συναίσθημα. Περιδιαβαίνοντας στην πόλη μου, εκείνο το
απόγευμα άκουσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο ένα παλιό λαϊκό τραγούδι που
μιλούσε για έναν φονιά που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Στα αφτιά μου έφτασε ο
γνωστός στίχος «του βάλαμε γλυκό του βάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν
είπαμε κουβέντα». Ένιωσα αμέσως μια παράξενη σύνδεση με αυτό τον στίχο, κι ήταν
σαν να εμφανίστηκε μπροστά μου ένας άντρας που μέσα στο σακίδιό του κουβαλούσε
μια ενοχή και μια αθωότητα. Αυθόρμητα, σαν να με έψαχνε κι εκείνος, μου
συστήθηκε. «Με λένε Ηλία» μου είπε. Περπατήσαμε μαζί ως το σπίτι και στη
διαδρομή μου αφηγήθηκε μέρος της τραγικής ιστορίας του. Η αλήθεια είναι ότι με
δυσκολία μου αποκάλυπτε κάποιες πληροφορίες, μου είπε λίγα πράγματα για την ζωή
του, τον γάμο του με την Κική, για τον γιο
και τον αδερφό του. Μου μίλησε για το χωριό του τη Λευκομηλιά και πόσο
πολύ του είχε λείψει ο Όλυμπος. Μα για το φονικό, δεν είπε κουβέντα.
Λίγες μέρες μετά από αυτή τη συνάντηση, σε μια «βόλτα»
μου στο χώρο του διαδικτύου έπεσα τυχαία πάνω σε μια χορεύτρια του Tribal fusion. Οι κινήσεις της ήταν μαγικές κι ο
χορός της εκστατικός μα εκείνο που με μαγνήτισε περισσότερο ήταν τα μάτια της
στο χρώμα του νερού που με κοίταξαν μέσα από την οθόνη καθώς μου έλεγε –ή φαντάστηκα
πως μου έλεγε– «Γεια σου, με λένε
Ισιδώρα, θέλεις να σου πω μια ιστορία;». Δέχτηκα με μεγάλη προθυμία και ομολογώ
ότι με συνεπήρε η αφήγησή της, όσο κράτησε.
Βλέπετε, δεν μπόρεσε να τελειώσει την ιστορία της διότι αγνοούσε κι η
ίδια ποιος ήταν ο ρόλος της μέσα σε αυτή. Στο τέλος με παρακάλεσε να
ταξιδέψουμε μαζί ως τον Όλυμπο για να μάθουμε και οι δύο τη συνέχεια. Τα μόνα
στοιχεία που κρατούσε στα χέρια της ήταν ένα γράμμα, ένα δαχτυλίδι, ένα κλειδί
και μια φωτογραφία.
Ομολογώ ότι μου είχε εξάψει την περιέργεια. Έβγαλα
εισιτήριο, και αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το βουνό των θεών και
τους μύθους που το περιβάλλουν βρέθηκα να χορεύω παρέα με τις μούσες, σε ένα
πανηγύρι που συνέβαινε μια φορά το χρόνο στη Λευκομηλιά. Μέσα σε αυτή την παραζάλη,
η θεά της μνήμης και μητέρα των μουσών Μνημοσύνη ανέλαβε να μου αφηγηθεί όλη
την ιστορία και να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτηματικά με τα οποία με είχαν
γεμίσει οι δύο προηγούμενοι επισκέπτες. Μου μίλησε για τις δυο πηγές του Άδη
και για το νερό της μνήμης, μου έδωσε μάλιστα να πιω από αυτό. Μου σύστησε και
άλλους ανθρώπους, τον Στέλιο τον ιδεολόγο δήμαρχο, την Κατερίνα την μαγείρισσα
με τα κρυμμένα μυστικά, τον Ράκη και τον Αλέξανδρο τα δυο παιδιά που παίζουν
κυνηγητό στο νεκροταφείο, και την μαύρη αρκούδα που άλλοι τη βλέπουν άλλοι
όχι, και ο καθένας είχε κάτι νέο να μου
αποκαλύψει. Στο τέλος, είχα στο κεφάλι μου μια ολόκληρη ιστορία, που μιλούσε
για την αγάπη και το μίσος, για την ενοχή και την αθωότητα και τα λεπτά όρια
ανάμεσά τους, και για την αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των πλασμάτων.
Αυτή την αλληλεπίδραση που με έκανε κι εμένα να θέλω
να γράψω αυτό το βιβλίο.
«“Η θλίψη συχνά περπατάει αντάμα με την απόλυτη ευτυχία”, λένε. Σαν δυο ξαδέρφες που συναντιούνται ξαφνικά στον δρόμο και συνεχίζουν για λίγο την πορεία τους μαζί, ώσπου να προλάβουν να πουν τα νέα τους. Κι αυτός ο περίπατος που αποφασίζουν να κάνουν οι δυο τους, όταν αποφασίζουν να τον κάνουν, κόβει τις ψυχές των ανθρώπων στα δυο – η μισή να κλαίει και η άλλη μισή να γελά».
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ
Τα χορευτικά της βήματα, ένα γράμμα δίχως όνομα αποστολέα και παραλήπτη, ένα ασημένιο δαχτυλίδι κι ένα σκουριασμένο κλειδί, καθώς και η μυστηριώδης άρνηση της μητέρας της να της μιλήσει για την ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτά τα ευρήματα, οδηγούν την Ισιδώρα από την Αστόρια σ’ ένα χωριό του Ολύμπου, τη Λευκομηλιά, με σκοπό να ανακαλύψει μόνη της όσα έχουν μείνει κρυφά για χρόνια.
Εκεί θα γνωρίσει τον Στέλιο, τον δήμαρχο της περιοχής, που προσπαθεί να επαναφέρει το πανηγύρι των Μουσών, μια γιορτή ξεχασμένη για τριάντα χρόνια. Μαζί του ξετυλίγει το κουβάρι που καταλήγει στο παρελθόν, εκεί όπου η μοίρα έστησε εξέδρα για τον χορό της ζωής και του θανάτου.
Με φόντο την ιστορία της οικογένειας του Ηλία Τελεσίδη, τους τοπικούς μύθους, τα πανηγύρια των κατοίκων της Λευκομηλιάς, και τις ανθρώπινες σχέσεις που λήγουν άδοξα, οι ήρωες πασχίζουν να βρουν τα βήματά τους, έως ότου η μητέρα Μνημοσύνη, η θεότητα της μνήμης, τους οδηγήσει στη λύτρωση.
Μια οριακή στιγμή, μια γυναίκα που δεν κρατά μυστικό, μια μαύρη αρκούδα που λίγοι μπορούν να δουν, κι ένα θύμα που γίνεται ταυτοχρόνως θύτης, συνθέτουν μια πολυπρόσωπη ιστορία με μικρή πνοή μαγικού ρεαλισμού, όπου τα όρια μεταξύ ενοχής και αθωότητας είναι δυσδιάκριτα, και οι ζωές των ανθρώπων είναι μοιραία δεμένες μεταξύ τους.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Βασιλική Ακαρέπη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στον Κορυδαλλό. Είναι απόφοιτος του Tμήματος Nηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται κυρίως με τη συγγραφή και την αρθρογραφία. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Έχουν κυκλοφορήσει τα έργα της «Μια νύχτα που κράτησε χρόνια», «Πάνθηρας Μαυρόγατος» και «Πάνθηρας Μαυρόγατος 2», από τις εκδόσεις Μίνωας, και «Το αίνιγμα της κερασόπιτας» από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το μυθιστόρημα «Μνημοσύνη» είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πνοή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου