ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΑΡΔΗΣ
για το "ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ" από τις εκδόσεις ΑΝΕΜΟΣ.
Υπάρχουν κάποιες εσωτερικές ανάγκες, χρέη τα λένε κάποιοι, που σε ωθούν να τολμήσεις πράγματα, που ενδεχομένως να μη τα επιχειρούσες. Σε μένα αυτό λειτούργησε το 1988, όταν ο πατέρας μου με κάλεσε δίπλα του ένα χειμωνιάτικο βράδυ για να μου ανοίξει για πρώτη και για τελευταία φορά την καρδιά του. Ήταν άνθρωπος της εσωτερίκευσης και της σιωπής. Η επίγνωση του επικείμενου θανάτου όμως του απελευθέρωσε τις αναστολές κι έτσι έγινε χειμαρρώδης στην αφήγησή του.
Η αφήγηση αυτή αφορούσε τις εφιαλτικές εμπειρίες της μετεφηβικής του ηλικίας, τότε που έχοντας αναλάβει αντιστασιακή δράση, συνελήφθη από τους Γερμανούς, βασανίστηκε, κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα και μεταφέρθηκε τελικά σε ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας κοντά στον Ρήνο. Εκεί έδωσε καθημερινό αγώνα επιβίωσης απέναντι σε συνθήκες επίγειας κόλασης και κατάφερε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ζωντανός. Σε μια πατρίδα όμως διχασμένη και εκδικητική απέναντι στα ίδια της τα παιδιά.
Το υλικό της αφήγησής του έμεινε μέσα στο μυαλό και την ψυχή μου νωπό και ζωντανό για πολλά χρόνια. Λειτουργούσε όμως σαν φωνή αφύπνισης, σαν να επιζητούσε να διασωθεί και να παραδοθεί ως συλλογική μνήμη. Ξεκίνησα έρευνα, για να μην προδώσω την ιστορική αλήθεια, ταξίδεψα στη Γερμανία, βρήκα συντρόφους του που ήταν ακόμα ζωντανοί και συζήτησα μαζί τους, αφού τον πρωταγωνιστή δεν τον είχα πλέον κοντά μου. Έπρεπε συνεπώς να καλύψω τις χαραμάδες της άγνοιας. Κι όταν ολοκληρώθηκε η έρευνα ξεκίνησα τη συγγραφή.
Η τελευταία τελεία αποτέλεσε για μένα ένα είδος προσωπικής λύτρωσης και δικαίωσης. Ένα είδος ύστατου αποχαιρετισμού σ’ έναν άνθρωπο που βίωσε φριχτές εμπειρίες στον πιο αιματηρό και εφιαλτικό πόλεμο της Ιστορίας. Σ’ έναν άνθρωπο που κουβαλώντας το προσωπικό του τραύμα αρνιόταν πεισματικά να το μοιραστεί ακόμα και με τους οικείους του.
Η συγγραφή αντιμετώπισε δυσκολίες. Καταρχάς, έπρεπε να τιθασευτεί το προσωπικό συναίσθημα και να αποδοθούν με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα, για να σταθεί ως ιστορικό ντοκουμέντο. Παράλληλα, έπρεπε να λειτουργήσει και ως λογοτεχνικό μυθιστόρημα, γι’ αυτό επενδύθηκε με στοιχεία μυθοπλασίας.
Οι εκδότες της Άνεμος Εκδοτική αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή το υλικό μου και το μετουσίωσαν σε βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί από τον Μάρτιο του 2018.
Παραθέτω κάποια μικρά αποσπάσματά του:
«Σύντροφοι, ο μεγαλύτερος εχθρός μας σε ό,τι ζήσουμε και για όσο ζήσουμε από δω και πέρα είναι μονάχα ο εαυτός μας. Αν εμείς δεν δείξουμε τον απαιτούμενο σεβασμό στον εαυτό μας, αλλά και στον διπλανό μας, αν κυλιστούμε στο επίπεδο ενός ζώου, πράγμα που επιδιώκουν οι φασίστες, τότε είμαστε χαμένοι από χέρι. Ένας είναι ο δρόμος. Αλληλεγγύη, σύντροφοι, αυτή είναι η μόνη μας δύναμη. Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια. Ας διδάξουμε σ’ αυτά τα κτήνη ποιος είναι ο πραγματικός πολιτισμός. Κι αν είναι να πεθάνουμε, σύντροφοι, να το κάνουμε με περηφάνεια. Ο άνθρωπος όμως, μην το ξεχνάτε, είναι προορισμένος να ζήσει, όχι να κάνει τον ήρωα και να πεθάνει. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέχουμε τις κινήσεις μας· να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον και ν’ αποφεύγουμε τις κακοτοπιές. Να κρατήσουμε ψηλά το φρόνημα, το δίκιο είναι με το μέρος μας. Να τους νικήσουμε με το αήττητο ηθικό μας».
«Βάδιζαν με μικρά νευρικά βήματα για να αναγκάσουν το αίμα τους να κυκλοφορήσει και κυρίως παρακινούσαν τον διπλανό τους που κοκάλωνε, ακίνητος και απαθής, να κάνει το ίδιο, για να μη χαθεί. Δούλευαν πολλές φορές μουσκεμένοι μέχρι το μεδούλι από την ατέλειωτη βροχή. Το κορμί ασήκωτο, νικημένο από το βάρος, τα βρεγμένα ρούχα τους βαρίδια, κολλημένα πάνω στο δέρμα έκαναν την κίνηση εφιάλτη, η μέση άκαμπτη, θαρρείς κι ανήκε σε ταλαιπωρημένους υπερήλικες. Νέοι άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε γέρικα κορμιά…»
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση!
Μιχάλης Κατσιμπάρδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
"...Τώρα, υπήρχε μεν η ελπίδα και η αναμονή της λευτεριάς, η εξάντληση, όμως, τους οδηγούσε στα όρια της ολικής κατάρρευσης. Ζούσαν για να δουλεύουν διαρκώς, αγνοώντας συστηματικά το "πού", για λογαριασμό "τίνος", για "πόσο", τις αλλαγές των συνθηκών της απασχόλησής τους και τις συνεχείς μετακινήσεις τους.
Καμιά απάντηση, καμιά προσδοκία, μονάχα βλέμματα καθηλωμένα στο χώμα, από την εξάντληση, την παραίτηση, την ντροπή και την αναμονή, αυτή την καταραμένη ατέλειωτη αναμονή..."
Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές. Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα και στους ανθρώπους του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου, εκεί που η λέξη "άνθρωπος" χάνει το νόημά της. Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε απ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός. Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.
Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα, που για χρόνια ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα, ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά "γιατί", αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα λόγια.
για το "ΔΥΟ ΧΕΙΜΩΝΕΣ ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ" από τις εκδόσεις ΑΝΕΜΟΣ.
Υπάρχουν κάποιες εσωτερικές ανάγκες, χρέη τα λένε κάποιοι, που σε ωθούν να τολμήσεις πράγματα, που ενδεχομένως να μη τα επιχειρούσες. Σε μένα αυτό λειτούργησε το 1988, όταν ο πατέρας μου με κάλεσε δίπλα του ένα χειμωνιάτικο βράδυ για να μου ανοίξει για πρώτη και για τελευταία φορά την καρδιά του. Ήταν άνθρωπος της εσωτερίκευσης και της σιωπής. Η επίγνωση του επικείμενου θανάτου όμως του απελευθέρωσε τις αναστολές κι έτσι έγινε χειμαρρώδης στην αφήγησή του.
Η αφήγηση αυτή αφορούσε τις εφιαλτικές εμπειρίες της μετεφηβικής του ηλικίας, τότε που έχοντας αναλάβει αντιστασιακή δράση, συνελήφθη από τους Γερμανούς, βασανίστηκε, κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα και μεταφέρθηκε τελικά σε ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας κοντά στον Ρήνο. Εκεί έδωσε καθημερινό αγώνα επιβίωσης απέναντι σε συνθήκες επίγειας κόλασης και κατάφερε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ζωντανός. Σε μια πατρίδα όμως διχασμένη και εκδικητική απέναντι στα ίδια της τα παιδιά.
Το υλικό της αφήγησής του έμεινε μέσα στο μυαλό και την ψυχή μου νωπό και ζωντανό για πολλά χρόνια. Λειτουργούσε όμως σαν φωνή αφύπνισης, σαν να επιζητούσε να διασωθεί και να παραδοθεί ως συλλογική μνήμη. Ξεκίνησα έρευνα, για να μην προδώσω την ιστορική αλήθεια, ταξίδεψα στη Γερμανία, βρήκα συντρόφους του που ήταν ακόμα ζωντανοί και συζήτησα μαζί τους, αφού τον πρωταγωνιστή δεν τον είχα πλέον κοντά μου. Έπρεπε συνεπώς να καλύψω τις χαραμάδες της άγνοιας. Κι όταν ολοκληρώθηκε η έρευνα ξεκίνησα τη συγγραφή.
Η τελευταία τελεία αποτέλεσε για μένα ένα είδος προσωπικής λύτρωσης και δικαίωσης. Ένα είδος ύστατου αποχαιρετισμού σ’ έναν άνθρωπο που βίωσε φριχτές εμπειρίες στον πιο αιματηρό και εφιαλτικό πόλεμο της Ιστορίας. Σ’ έναν άνθρωπο που κουβαλώντας το προσωπικό του τραύμα αρνιόταν πεισματικά να το μοιραστεί ακόμα και με τους οικείους του.
Η συγγραφή αντιμετώπισε δυσκολίες. Καταρχάς, έπρεπε να τιθασευτεί το προσωπικό συναίσθημα και να αποδοθούν με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα, για να σταθεί ως ιστορικό ντοκουμέντο. Παράλληλα, έπρεπε να λειτουργήσει και ως λογοτεχνικό μυθιστόρημα, γι’ αυτό επενδύθηκε με στοιχεία μυθοπλασίας.
Οι εκδότες της Άνεμος Εκδοτική αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή το υλικό μου και το μετουσίωσαν σε βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί από τον Μάρτιο του 2018.
Παραθέτω κάποια μικρά αποσπάσματά του:
«Σύντροφοι, ο μεγαλύτερος εχθρός μας σε ό,τι ζήσουμε και για όσο ζήσουμε από δω και πέρα είναι μονάχα ο εαυτός μας. Αν εμείς δεν δείξουμε τον απαιτούμενο σεβασμό στον εαυτό μας, αλλά και στον διπλανό μας, αν κυλιστούμε στο επίπεδο ενός ζώου, πράγμα που επιδιώκουν οι φασίστες, τότε είμαστε χαμένοι από χέρι. Ένας είναι ο δρόμος. Αλληλεγγύη, σύντροφοι, αυτή είναι η μόνη μας δύναμη. Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια. Ας διδάξουμε σ’ αυτά τα κτήνη ποιος είναι ο πραγματικός πολιτισμός. Κι αν είναι να πεθάνουμε, σύντροφοι, να το κάνουμε με περηφάνεια. Ο άνθρωπος όμως, μην το ξεχνάτε, είναι προορισμένος να ζήσει, όχι να κάνει τον ήρωα και να πεθάνει. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέχουμε τις κινήσεις μας· να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον και ν’ αποφεύγουμε τις κακοτοπιές. Να κρατήσουμε ψηλά το φρόνημα, το δίκιο είναι με το μέρος μας. Να τους νικήσουμε με το αήττητο ηθικό μας».
«Βάδιζαν με μικρά νευρικά βήματα για να αναγκάσουν το αίμα τους να κυκλοφορήσει και κυρίως παρακινούσαν τον διπλανό τους που κοκάλωνε, ακίνητος και απαθής, να κάνει το ίδιο, για να μη χαθεί. Δούλευαν πολλές φορές μουσκεμένοι μέχρι το μεδούλι από την ατέλειωτη βροχή. Το κορμί ασήκωτο, νικημένο από το βάρος, τα βρεγμένα ρούχα τους βαρίδια, κολλημένα πάνω στο δέρμα έκαναν την κίνηση εφιάλτη, η μέση άκαμπτη, θαρρείς κι ανήκε σε ταλαιπωρημένους υπερήλικες. Νέοι άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε γέρικα κορμιά…»
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση!
Μιχάλης Κατσιμπάρδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και τoν συγγραφέα ΕΔΩ |
Καμιά απάντηση, καμιά προσδοκία, μονάχα βλέμματα καθηλωμένα στο χώμα, από την εξάντληση, την παραίτηση, την ντροπή και την αναμονή, αυτή την καταραμένη ατέλειωτη αναμονή..."
Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές. Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα και στους ανθρώπους του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου, εκεί που η λέξη "άνθρωπος" χάνει το νόημά της. Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε απ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός. Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.
Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα, που για χρόνια ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα, ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά "γιατί", αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου