ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
για το "ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ-ΓΗΤΕΙΕΣ,ΜΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΧΑΡΙΑ"
από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Χρώματα και αρώματα ανατολής πλημμύρισαν εκείνη τη μέρα το μυαλό μου, ενώ άκουγα τις διηγήσεις της μητέρας μου. Ήταν ένα ζεστό απόγευμα και πίναμε καφέ με γλυκάνισο, αγαπημένη της συνήθεια που είχε πάρει από τη δική της μητέρα, τη γιαγιά μου, η οποία είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της στην Αίγυπτο. Άρχισε να μου εξιστορεί αναμνήσεις από μια ζωή αλλοτινή κι όμως τόσο αγαπημένη για εκείνη. Αναμνήσεις ανάγλυφες που η πατίνα του χρόνου όχι μόνο δεν τις είχε θολώσει αλλά τις έκανε ακόμα πιο γλυκές.
Η Αλεξάνδρεια άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σε όλο της το μεγαλείο. Η ματιά της έγινε και δική μου, το μοίρασμα συγκινητικό και το δέσιμο ακόμα πιο σφιχτό. Είδα το Αλ Γκόμροκ, το Δυτικό Λιμάνι της πόλης να σφύζει από ζωή. Μπήκα στα αχτάρικα του Ατταρινίου με τα λογής λογής βότανα και μπαχάρια. Άκουσα τις φωνές των μικροπωλητών που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους στις γωνιές των δρόμων. Έζησα το Πάσχα στον Άγιο Σάββα και τη γιορτή της 25ης Μαρτίου στον Ευαγγελισμό. Έκανα μπάνιο τα καλοκαίρια στο Στάνλευ, στο Σαν Στέφανο και στο Σίντι Μπισρ. Πήγα για ψώνια στη Σερίφ Πασά, κάθισα για ένα γλυκό στο Delices, για μεσημεριανό στου Παστρούδη και για δείπνο στου Αθηναίου. Βρήκα δροσιά στους κήπους της Νούζχα και του Σαλαλάτ, περπάτησα ως το Ακρωτήρι της Σελσίλα, ανέβηκα τα σκαλάκια του Κομ Ελ Ντικ. Είδα τα απλωμένα ρούχα στις αραβικές συνοικίες και το σκοινί με το καλάθι που κατέβαινε για να παραλάβει τα ψώνια από το παράθυρο.
Είχα απομείνει να την ακούω μαγεμένη. Της ζήτησα να μου πει περισσότερα και το έκανε με μεγάλη χαρά. Τότε ήταν που η ιδέα για τη συγγραφή της Αλεξάνδρειας έλαμψε στο μυαλό μου και έγινε μονόδρομος. Δε μπορούσα να αφήσω τόσες εικόνες, τόσες γεύσεις, τόσα χρώματα, τόσες φωνές και τόσα αρώματα να χαθούν. Αποφάσισα να κλείσω το απόσταγμα τους στις σελίδες αυτού του βιβλίου και σας το ορκίζομαι πως είναι μια από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ!
Πρώτη φορά ένιωσα τις ρίζες από την πλευρά της μητέρας μου να μου μιλούν τόσο δυνατά και άγγιξα αυτό το υλικό με αφάνταστη συγκίνηση και προσοχή. Λες και άγγιζα μια πολύτιμη δαντέλα… Μια δαντέλα Valenciennes. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβουν αμέσως τι εννοώ. Τότε ήταν που γεννήθηκε στο μυαλό μου η ιστορία της Ισιδώρας Κοσμίδη. Μιας ευκατάστατης, μορφωμένης, καλλιεργημένης, πολύγλωσσης και εξαιρετικά ευγενικής κοπέλας κατά τα πρότυπα της εποχής εκείνης. Ήταν πολύ πιθανό να συναντήσεις μια τέτοια ευρωπαία στην Αλεξάνδρεια του ’50.
Μαζί εμφανίστηκε και ο αντίποδας της και η ιστορία άρχισε να αποκτά τόση ένταση που δε με άφηνε να κοιμηθώ τα βράδια. Η άγρια Ραλλού που έμοιαζε με την Ισιδώρα σα δυο σταγόνες νερό. Η ατίθαση Ραλλού. Η Ραλλού που δεν είχε τίποτα να χάσει και τα έπαιζε όλα για όλα. Η Ραλλού που στις σελίδες του βιβλίου θα προσπαθήσει να αρπάξει μια άλλη ζωή με απρόβλεπτες συνέπειες. Δυο γυναίκες, δυο κόσμοι. Το φως και το σκοτάδι. Μια πάλη που σε κάνει να εύχεσαι να μην συναντήσεις ποτέ στο δρόμο σου έναν άνθρωπο σαν τη Ραλλού. Αλλά και να μη βιώσεις την προδοσία και τον πόνο που έζησε η Ισιδώρα.
Θαύμασα την Ισιδώρα, όπως θαυμάζω κάθε δυνατή γυναίκα που δεν καταθέτει τα όπλα αλλά παλεύει με νύχια και με δόντια. Αν το καλοσκεφτείτε, ακριβώς με τέτοιες γυναίκες είναι γεμάτες οι σελίδες των βιβλίων μου. Από την άλλη έμεινα άναυδη με τις ακρότητες της Ραλλούς. Η Ραλλού αποφάσισε μόνη της για τις κινήσεις της και για τη μοίρα της από την πρώτη στιγμή που απέκτησε πνοή στο χαρτί. Καθόλου δε φιλιώσαμε με τη Ραλλού και την ένιωσα πολλές φορές να γρατσουνίζει την ψυχή μου μέχρι το τελικό φινάλε.
Δίπλα τους δυο φατρίες με απαρχές χαμένες στα βάθη του χρόνου που γεννούν τις πιο δυνατές μάγισσες της Αιγύπτου. Κι άλλο σκοτάδι και άλλο φως. Η φατρία του Κύκνου και η Φατρία του Δράκου, που έχουν πάρει τα ονόματα τους από τους αντίστοιχους αστερισμούς που βρίσκονται στο στερέωμα. Και μέσα στις φατρίες οι βαθμοφόροι φέρουν τα ονόματα των σπουδαιότερων αστέρων των συγκεκριμένων αστερισμών. Αλμπιρέο, Αριντέντ, Ρασταμπάν. Ξόρκια, μάγια, λιώματα, φίλτρα, γίνονται όλα δυνατά όπλα που χρησιμοποιούνται σε έναν αγώνα επικράτησης και επιβίωσης. Σπάνιες συνταγές, πολύτιμα φυτά, δυσεύρετα υλικά, αρχαία ξεχασμένα λόγια, ένας ολόκληρος κόσμος που ψιθυρίζει μόνο στα αυτιά των λίγων μυημένων που μπορούν να τον ακούσουν.
Με σημάδεψαν αυτές οι δυο γυναίκες, η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους και δεν έχω πάψει να τις σκέφτομαι, αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που έγραψα τη λέξη ΤΕΛΟΣ στον υπολογιστή μου. Ήταν ένα από τα πιο μαγικά ταξίδια που έχω κάνει από τότε που βαδίζω στην ατραπό της συγγραφής και χαίρομαι που τώρα θα κάνουμε αυτό το ταξίδι όλοι μαζί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Αρχίζουμε από την Αλεξάνδρεια του ’48 και φτάνουμε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Γιατί ούτε η Αλεξάνδρεια αλλά ούτε και η Αθήνα δεν τις χωράει και τις δυο.
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
Δυο γυναίκες, μια αμύθητη περιουσία, ένα τρανταχτό όνομα και το πιο σημαντικό ερώτημα: Ποια από τις δύο είναι η πραγματική Ισιδώρα Κοσμίδη;
Η φατρία του Κύκνου και η φατρία του Δράκου, δυο οικογένειες με απαρχές χαμένες στον χρόνο, που γεννούν τις πιο δυνατές μάγισσες της Αιγύπτου. Γυναίκες αντίπαλες που φέρνουν στην ψυχή τους το φως και το σκοτάδι.
Μια ιστορία γεμάτη γητειές, ξόρκια, μπαχάρια, σερμπέτια, βοτάνια και γλυκό καπνό ζυμωμένο με μέλι, που σε ταξιδεύει στην πιο μαγική πόλη της Ανατολής, την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, την αιώνια πόλη με τα δυο πρόσωπα. Και κατόπιν η μετάβαση στην Αθήνα και η τελική αναμέτρηση τη δεκαετία του ’60. Ένας αγώνας μέχρι θανάτου.
ΓΙΑΤΙ Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΔΕΝ ΤΙΣ ΧΩΡΑΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ… ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΙΑ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου