ΤΕΣΥ ΜΠΑ'Ι'ΛΑ
για το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ
από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Όλα
ξεκίνησαν όταν το 2019 είχα την τύχη να βρεθώ στην Πόλη στο πλαίσιο του
Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αντώνη Σαμαράκη που διοργάνωσαν το Ζωγράφειο, το
ελληνικό σχολείο της Πόλης που ήδη μετρά 129 χρόνια λειτουργίας, και τα
Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη. Έτσι λοιπόν
βρέθηκα ξανά στην αγαπημένη πόλη ύστερα από πολλά χρόνια και για πρώτη φορά
κατάλαβα πόσο όμορφος είναι ο τόπος αυτός. Πρόκειται για μια πόλη ιδιαίτερη,
γεμάτη αντιθέσεις, πανέμορφη και γι’ αυτό είναι τόσο γοητευτική και επιμένει να
μαγνητίζει τους επισκέπτες της. Από τη μια είναι η πόλη του ιστορικού
παρελθόντος και από την άλλη μια σύγχρονη ανατολίτικη πόλη, από τη μια η Κωνσταντινούπολη
της Μαρίας Ιορδανίδου, νομίζεις ότι θα ακούσεις τη Λωξάντρα να φωνάζει
περνώντας από τα σοκάκια της, και από την άλλη η Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ, η
πόλη που φωτογράφισε ο Δημήτρης Καλούμενος αλλά και ο Αρά Γκιουλέρ, η πόλη των
Ρωμιών, των Αρμενίων, των Τούρκων, των Λεβαντίνων. Μια πόλη που με σιγουριά πατά
στην ανατολή αλλά και στη δύση και έχει διαποτιστεί με στοιχεία τους. Αυτό που
την κάνει όμως τόσο γοητευτική πέρα από το ιστορικό παρελθόν είναι πως
διαχρονικά έχει υπάρξει η δεξαμενή ενός πολυφυλετικού πολιτισμού, ανθρώπων οποίοι
ως έναν βαθμό αφομοιώνονται ο ένας μέσα στον άλλο, διατηρώντας, όμως τα
φυλετικά και εθνοτικά τους χαρακτηριστικά και συμβιούν αρμονικά στα σοκάκια του
Βοσπόρου. Για εμάς τους Έλληνες είναι κυρίως μια πόλη μνήμης. Αλλά πέρα από
αυτό είναι και μια αδήριτη ανάγκη να διατηρηθεί ο ελληνικός πυρήνας, έστω και
μετά από τη συρρίκνωσή του. Κάπως έτσι γοητεύτηκα κι εγώ και αποφάσισα να γράψω
μια ιστορία στην οποία η Πόλη θα είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ένα πολυεστιακό
μυθιστόρημα που αναδεικνύει τις ιστορίες διαφορετικών ηρώων που όλοι τους
αγαπούν αυτόν τον τόπο και μοιράστηκαν το ανελέητο πέρασμα της Ιστορίας από τη
ζωή τους.
Έτσι άρχιζα να γράφω με την πρόθεση το ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ να είναι ένα βιβλίο στο οποίο θα πρωταγωνιστεί κυρίως η ίδια η Πόλη μέσα από τους ήρωές της. Και σιγά σιγά δημιουργήθηκε στο μυαλό μου ο Ισμαήλ, ο Τούρκος καλόκαρδος καφετζής, ο Ισίδωρος, ο Έλληνας βιβλιοπώλης, η λάγνα Αϊσέ που φεύγει αφήνοντας πίσω της τη μικρή Εσίν κυνηγώντας την ουτοπία, η γριά Γιασεμώ με τη μοναδική της συντροφιά το Γιουσούφ, έναν αδέσποτο σκύλο, ο Ναντίρ που αρπάζει την Ασλίβ, την κόρη του χαμαμτζή τη νύχτα των Σεπτεμβριανών, η αρχόντισσα Καλλιάνθη με τον Σοπέν, έναν γάτο Αγκύρας για συντροφιά, που ζει με τις αναμνήσεις του ανεκπλήρωτου έρωτα με τον Αρίφ και τη Μέλπω. Ήρωες όλοι ενός θιάσου που πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση της ζωής. Μια παράσταση που σκηνοθετεί ο χρόνος και η Ιστορία. Τους αγάπησα όλους, με τα λάθη τους και τις ευαισθησίες τους, τα καλά και τα άσχημα. Έγιναν μέρος της ζωής μου για τρία χρόνια και τους χρωστώ ένα πολύτιμο ταξίδι ζωής.
Το
μυθιστόρημα κινείται χρονικά από το 1955 έως και το 1964. Τα Σεπτεμβριανά και
οι απελάσεις είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται, ενώ με αναδρομή ο
αναγνώστης επιστρέφει για λίγο στα 1923, και παρακολουθεί τις ανταλλαγές των
πληθυσμών που σημειώθηκαν τότε.
Αυτό
όμως στο οποίο στοχεύει είναι να αναδείξει πως η μοίρα μπορεί να είναι κοινή
για όλους, η φιλία και η ανθρωπιά μπορούν να ισορροπήσουν τα παιχνίδια της
Ιστορίας, πώς άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, Έλληνες και Τούρκοι μοιράστηκαν την
ίδια ελπίδα, τον ίδιο πόνο, αναμετρήθηκαν με τον ξεριζωμό, την μετεγκατάσταση
σε έναν άλλο τόπο, αφήνοντας πίσω τον τόπο που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν,
ερωτεύτηκαν έζησαν, τον τόπο της καρδιάς τους, βίωσαν παρόμοιες αδικίες και
κατάφεραν να συνυπάρξουν αρμονικά έστω και αν κάποτε δεν τα κατάφεραν. Επειδή,
είτε λόγω των ανταλλαγών των πληθυσμών του 1923, της Συνθήκης της Λωζάνης, των Σεπτεμβριανών,
και τις απελάσεις του 1964, οι άνθρωποι προσπάθησαν με τους ίδιους τρόπους να επιβιώσουν,
πόνεσαν, θρήνησαν απώλειες, ξεριζώθηκαν και νοστάλγησαν το ίδιο.
Το
ΛΕΓΕ ΜΕ ΙΣΜΑΗΛ ήθελα να είναι η τοιχοποιία μιας συγκεκριμένης εποχής, ένα μυθιστόρημα
για τη φιλία που αναδύεται στις δυσκολίες. Για την αδελφοσύνη που φωλιάζει στις
γειτονιές. Για την ομορφιά της ανθρώπινης αθωότητας. Για το μεγαλείο της
ανθρωπιάς. Ελπίζω να τα κατάφερα.
Απόσπασμα
«Τους
κοιτώ κι εγώ και ματώνει η καρδιά μου. Όλοι έχουν φορέσει τα καλά τους. Δε
θέλουν να φτάσουν στον Πειραιά σαν τους ζητιάνους. Κύρηδες ήταν πάντα τους,
νοικοκυραίοι από τα γεννοφάσκια τους. Αρχοντάνθρωποι. Με το κομπόδεμά τους, τα
γλέντια τους και τα σπίτια τους. Δε γίνονται πρόσφυγες. Γυρίζουν στην πατρίδα
τους. Έχουν πάρει μαζί τους μια βαλίτσα ο καθένας και λίγα χρήματα. Τόσα μόνο
μας άφησαν. Και τι να πρωτοβάλει κανείς μέσα σε μια βαλίτσα; Μια δυο αλλαξιές
ρούχα, εσώρουχα και κάλτσες. Τα έγγραφά του και μερικές ασπρόμαυρες
φωτογραφίες. Δυο μπισκότα για τον δρόμο. Τι βάζει κανείς σε έναν μπόγο όταν
ξέρει πως δε θα ξαναγυρίσει ποτέ πίσω στο σπίτι του κι ότι δε θα ξαναδεί το
βάζο της γιαγιάς του, τα κεντίδια της μάνας του, το καπέλο του πατέρα του ακόμα
κρεμασμένο στη σάλα, χρόνια μετά τον θάνατό του; Πώς κλείνει πίσω του την πόρτα
του σπιτιού του για τελευταία φορά ένας άνθρωπος; Αλλά κι αυτό στο βάθος δεν
τους νοιάζει. Αυτό που έχουν ντέρτι τους μεγάλο είναι πως φεύγουν κι αφήνουν
εκεί τον τόπο της ψυχής τους. Γιατί για όλους μας υπάρχει ένας τόπος της
καρδιάς. Εκεί όπου ένιωσαν για πρώτη φορά τη ζωή. Εκεί όπου γνώρισαν την αγάπη
και τη ζεστασιά της. Γι’ αυτούς είναι η Πόλη. Μπορεί και για μένα· δεν ξέρω».
Απόσπασμα
2ο
«Τελικά,
ευτυχία είναι να μπορείς να χαμογελάς απέναντι σε ό,τι χειρότερο μπορεί να
έρθει στη ζωή σου. Να βρίσκεις τον δρόμο σου ανάμεσα στα χαλάσματα. Ωραία
λόγια, σκέφτηκε. Ήταν σίγουρος ότι κάπου θα το είχε διαβάσει. Έβαλε το χέρι του
στο πανωφόρι του και έβγαλε από μέσα το τετράδιό του. Έψαξε στις σελίδες του,
αλλά δε βρήκε κάτι. Ύστερα γύρισε στην τελευταία σελίδα και συμπλήρωσε:
Ευτυχία
είναι να βοηθάς τον άλλον, ακόμα κι όταν δεν καταλαβαίνεις γιατί το κάνεις. Να
βουτάς τον δίσκο σου, όπως ο Ισμαήλ, και να λες συνεχίζω, χωρίς στεναγμό, το
ταξίδι μου ως το τέλος. Να προχωράς μπροστά με χαμόγελο κι ας επιστρέφεις, κάθε
τόσο, στις θύμησες του παρελθόντος. Και να βαδίζεις μπροστά. Κυρίως αυτό. Να
βαδίζεις μπροστά».
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
Μια ιστορία για μια ολόκληρη εποχή, τυλιγμένη σε καπνούς και αρώματα της Ανατολής, και για έναν κοσμοπολιτισμό που σβήνει. Ένα μυθιστόρημα για τα πάθη των ανθρώπων στα γρανάζια της Ιστορίας, ένα κείμενο για τη δύναμη της αγάπης και της ανθρωπιάς που αντέχουν στον χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου