ΕΛΕΝΗ ΚΙΟΥΣΕ
για το "ΤΣΑΟΥΣΑ"
από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.
Η Τσαούσα γεννήθηκε από την ανάγκη μου να γράψω μια ιστορία για έναν φοβερά τσαλακωμένο ήρωα. Έναν αντι-ήρωα που βασανίζεται, πληγώνεται, πονά, σκοντάφτει αλλά και ορθοποδεί, ελπίζει, συγχωρεί. Έναν καθημερινό άνθρωπο, δηλαδή, που δεν βρήκε τίποτα έτοιμο αλλά πρέπει να μοχθήσει για όλα, κυρίως για την επιβίωσή του.
Βασισμένη σε ιστορίες από την παιδική ηλικία των γονέων μου κατά τις δεκαετίες 40, 50, 60 σε μια προσφυγική συνοικία, την Καισαριανή, έπλεξα ζωές ανθρώπων, αγαπητών και μισητών και περιγράφοντάς τις «μετακόμισα» στο Δουργούτι, την Τρούμπα, την Πλατεία Βικτωρίας παίρνοντας εικόνες και οσμές τους και μετατρέποντάς τις σε ένα κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό σενάριο.
Οι βασικοί μου ήρωες, η Εύα κι ο Αντρίκος είναι δύο αθώα παιδιά που ως αντίσταση στο κακοποιητικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν αποφασίζουν να αποδράσουν με άγνωστες γι’ αυτούς συνέπειες. Η πορεία της ζωής τους θα τους οδηγήσει σε μέρη σκοτεινά και φωτεινά που ποτέ τους δεν φαντάζονταν.
Οι δικές μου αγαπημένες φράσεις –μεταξύ πολλών– είναι οι παρακάτω:
Η πιο σοφή εκδίκηση είναι να ζει κανείς με τις επιλογές του…
…αυτά που διάβασα στη συνέχεια ήταν η πιο τρανή απόδειξη πως υπάρχει κόλαση. Όχι με καζάνια που βράζουν και διαβόλους. Η κόλαση υπάρχει στις ψυχές των ανθρώπων γύρω μας. Καλά κρυμμένη κάτω από τόνους ψεύτικου παράδεισου…
Το μεγαλείο των ανθρώπων είναι αυτά που κρύβουν μέσα τους. Η δοκιμασία τους να παλεύουν να πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα κάθε μέρα. Ένα βήμα πιο μακριά από αυτά που τους πόνεσαν, ένα βήμα πιο κοντά στην ψυχική τους γαλήνη…
Η ανταμοιβή μου απ’ την Τσαούσα και ο λόγος που την έγραψα είναι να καταφέρω ν’ αγγίξω κομμάτια των ανθρώπων που θα συντροφεύσει. Να βρει ο κάθε αναγνώστης μέσα στις σελίδες της πράγματα που θα ταυτιστεί, συναισθήματα που έχει νιώσει, λεπτές κλωστές που θα τον ενώσουν με άγνωστα σε αυτόν πρόσωπα και μια συντροφιά στη μοναχικότητά του…
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
Ακόμα και τους γονείς και την αδελφή μου αγαπούσα, άλλο που ποτέ δεν το παραδέχτηκα. Είχα τόση ανάγκη να τους δικαιολογώ για τη σκληρότητα και την αδιαφορία τους, που πάντα έβρισκα λόγους να το κάνω. Τα βράδια που ξάπλωνα, όταν έκανα την προσευχή μου, παρακαλούσα τον Θεό να δουν μέσα μου κάτι που θα τους έκανε να με αγαπήσουν κι αυτοί.
Μετά τα απανωτά στραπάτσα που έφαγα, το «ω» μου δεν άντεξε. Άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει τις γοητευτικές του καμπύλες και να πνίγει μέσα του όσα του είχα χώσει. Ώσπου κατάντησε να γίνει «ο». Και τα «αγαπώ» μου μεταμορφώθηκαν σε ανορθόγραφα και άχαρα «αγαπό».
Πόσοι άνθρωποι να χωρέσουν μέσα σ’ ένα μικρό «ο»; Στρυμώχτηκαν κι έσκασαν. Έτσι λοιπόν, το «ο» μου τώρα πια χωράει μία και μοναδική αγάπη.
Την αγάπη που νιώθω για μένα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου