ΜΑΡΙΑ ΣΕΒΑΣΤΙΑΔΟΥ
για το "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑΣ ΝΙΝΑΣ ΣΙΓΜΑ"
από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ.
Οι
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑΣ ΝΙΝΑΣ ΣΙΓΜΑ ήταν μια ανάγκη που δεν προέκυψε ούτε
βιαστικά ούτε τυχαία. Έφτασε να γίνει πιεστική για να συμπλεύσω με την απόφαση
να «εκτεθώ» και να τις «εκθέσω» σε άγνωρα μονοπάτια. Δεν τους έδειξα τον δρόμο·
κάθε άλλο. Εκείνες άδραξαν την ευκαιρία και πήραν την πρωτοβουλία, βομβίζοντας
μέρα νύχτα, σαν ακαταπόνητο μελίσσι φυλακισμένο σε σφραγισμένο κουτί. Τέτοια
ήταν η διάθεσή τους να ορμήσουν προς το τελικό ταξίδι τους. Όχι πως ήταν κουρασμένες
από τις βαριές και πλούσιες σε εμπειρίες βαλίτσες που κουβαλούσαν, αλλά επειδή
ένιωθαν πια έτοιμες να βρουν το σπίτι τους στον τελικό τους προορισμό.
Ανέλαβα
λοιπόν χρέη «τουριστικού πράκτορα», βοηθώντας τες να επιλέξουν το «γραφείο
ταξιδίων» τους. Έτσι, φτάσαμε με δειλό θάρρος στις εκδόσεις Κέδρος, που, με την
αγκαλιά τους ολάνοιχτη, έδειξαν ατόφια τρυφερότητα στην αγωνία των δεκατριών
περιπλανώμενων διηγημάτων και οργάνωσαν το ταξίδι που αυτά επιθυμούσαν, με όλες
τις απαραίτητες επιμέρους στάσεις για τις μικρές ανάπαυλες.
Η αλήθεια είναι ότι με ταλάνιζε καιρό η σκέψη αν οι ιστορίες μου θα κατέληγαν σε φιλόξενα αναγνωστικά μάτια και θαλπερά υποδεκτικά χέρια για να αναπαυτούν μετά τις τόσες διαδρομές τους στον κόσμο. Γεννήματα μιας ακατάβλητης φαντασίας της οποίας δε διεκδικώ την κυριότητα, καθώς περισσότερο εκείνες έδιναν τον ρυθμό, ζωντάνευαν μέρα τη μέρα, σχεδόν σαν να είχαν πάρει οι ίδιες στα χέρια τη μοίρα τους, αυτόνομες και ανεξάρτητες, θαρρείς, από καιρό. Δεν ξέρω αν καλλιεργούσα τον κατάλληλο χρόνο για να γράψω αυτά που υπαγορεύει η ψυχή μου ή αν καλλιέργησα την ψυχή μου για να γράφω αυτά που υπαγορεύει ο κατάλληλος χρόνος. Δεν ξέρω καν αν είχε κλέψει τα ηνία ο χρόνος, που, τρυπώνοντας στα κενά διαστήματα αδράνειας, έγραφε ψυχωμένος αντί για εμένα. Πάντως τα διηγήματα ξύπνησαν μια μέρα ζωηρά, αυτοδιάθετα και ετοιμοπόλεμα και βρήκαν τον δρόμο τους προς το φως σκαλίζοντας άτακτα δίοδο. Και όταν λέω «άτακτα», εννοώ ότι οι δεκατρείς ιστορίες δεν ήταν έτσι εξαρχής. Ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά. Πάλεψαν σε μάχες σώμα με σώμα για να κερδίσουν μια θέση στη ζωή. Κάποιες από αυτές πολυκαιρισμένες και διψαλέες, στεγνές σχεδόν από ζωικό παλμό, άλλες χωλές και δυναστικά αδύναμες, εγκλωβισμένες σε διάστικτα φύλλα χαρτί σαν ξέθωρες αναμνήσεις, περνούσαν τον καιρό τους παλινδρομώντας ανάμεσα σε ευάριθμες αράδες ασφυκτικά λειψές. Ξέκλεβαν πού και πού θολές ματιές σε έναν περίκλειστο όρμο, ασφαλή, αλλά καταχωνιασμένο και σχεδόν ξεχασμένο. Αυτές πολέμησαν πιο γενναία για να συμπεριληφθούν στο βιβλίο, οπότε το άξιζαν λίγο περισσότερο να τις φροντίσω. Τις έβγαλα, μια και δυο, πατικωμένες κάτω από στοίβες χαρτιά, τις έλιασα, τις έντυσα με νέα, πιο φρέσκα λόγια και τις στόλισα με καινούργια κεντολογήματα. Έκοψα και έραψα τις ξηλωμένες άκρες τους, διάνθισα με ζωογόνα πνοή τους αρμούς τους, εμπλουτίζοντάς τες με υλικό βγαλμένο από ακούσματα και βιώματα· και φίλεργη φαντασία.
Και
να τες…
Αφεθείτε
να σας επιβιβάσουν στο όχημά τους και να σας ταξιδέψουν· θα τις αγαπήσετε. Το
μόνο που χρειάζεται είναι να απλώσετε το χέρι προς το μέρος τους. Αυτές θα
αναλάβουν όλα τα υπόλοιπα. Σας υπόσχονται μια μαγικά ονειρική διαδρομή. Και
ό,τι υπόσχονται, να ξέρετε, το πραγματοποιούν.
«Με
τα μάτια φορτωμένα όνειρα και μισόκλειστα από της νυχτιάς τα αποσκόταδα, που οι
δύο φίλοι έτριβαν τα βλέφαρα για να τα διώξουν, το άλλο πρωί σκαρφάλωσαν στη
σκοινένια αναβάθρα και βρέθηκαν με ένα σάλτο στο καΐκι του πατέρα του Γνόσα
αξημέρωτα ακόμη. Φυσούσε γλυκά ένα βοριαδάκι εκείνο το χάραμα. Κι ενώ η
αμφιλύκη σκόρπιζε ολόγυρά τους μύριες αλλόκοσμες ανταύγειες, ήταν έτοιμοι να
κινήσουν αρμενίζοντας μαζί με τους άλλους διαγωνιζόμενους, νέους και πιο
μεγάλους, για τα ανοιχτά.
Οι
χωριανοί, πιστοί στην παράδοση του τόπου τους, λίγο πριν αναχωρήσουν τα σκάφη
από τον όρμο, έσπευδαν σε κάθε γειτονιά, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, να
τραβήξουν τα σκοινιά που πάνω τους ήταν δεμένες οι καμπάνες της θάλασσας, όπως
τις αποκαλούσαν. Έτσι, στο ξεκίνημα του ταξιδιού τους, τους τύλιγε όλους ζεστά
το τετραπλό αντιλάλημα των κωνικών κροτάλων, που παιάνιζαν ολόγυρα τον
μεταλλικό τους ήχο. Έστελναν με αυτό τον τρόπο σήμα στους πελάγιους θεούς να
ανοίξουν των πανάρχαιων ναών τις θαλάσσιες θύρες και φιλόξενα να υποδεχτούν σε
απάνεμους και εύκαρπους κόλπους τους ντόπιους ψαράδες και ναυτικούς.
[…]
Ωστόσο δεν ήταν εύκολο. Όσο πιο βαθιά ανοίγονταν, τόσο η αντάρα έδειχνε τα
κοφτερά της δόντια και η θάλασσα λυσσομανούσε. Τα κύματα έσκαγαν στα
πλαϊνά της βάρκας κι έκαναν την προσπάθεια να φαντάζει
ακατόρθωτο εγχείρημα. Τα νερά μούγκριζαν θαρρείς και κοιλοπονούσαν, και ο
ουρανός είχε βαφτεί στις θλιμμένες αποχρώσεις του γκρίζου, αλλά κρατούσε ακόμη
τη βροχή φυλακισμένη στα σπλάχνα του.
Βρεγμένοι
ως το κόκαλο από το αλμυρό νερό, που φούσκωνε και αναδιπλωνόταν σαν αδηφάγες
υδάτινες γλώσσες, αγριεύοντας και αγκομαχώντας σαν να γεννούσε, με τις
προμήθειες σε προσφάι να έχουν σωθεί, τη λίμα να θερίζει το στομάχι τους έπειτα
από εννιά εφιαλτικές ώρες και το πόσιμο νερό να έχει λιγοστέψει επικίνδυνα, οι
δύο φίλοι είχαν αρχίσει να απογοητεύονται…»
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
Οι Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα συγκεντρώθηκαν
με περίσσια φροντίδα και θρησκευτική ευλάβεια. Η συγγραφέας, απερίσπαστα
αφοσιωμένη στη συλλογή του υλικού, διεξήγαγε επισταμένη έρευνα για να το
σταχυολογήσει από ταξίδια σε κόσμους υπαρκτούςόσο και μυστηριακούς, σε τόπους
οικείους όσο και δυσπρόσιτους.
Τα
διηγήματα βασίστηκαν σε στιβαρά τεκμήρια που απανθίστηκαν έπειτα από κοπιώδεις
διαδικασίες: φθαρμένες περγαμηνές από τις αγορές της εύφορης Ανατολής, ζουμερές
πληροφορίες από πρόθυμους νομάδες της Μαύρης Ηπείρου, τυχαία συναπαντήματα σε
χαώδεις μεγαλουπόλεις της γης Κάτω Υποκάτω, τσιγκούνικα λόγια επ’ αμοιβή από
μαυραγορίτες σε αγνώριμα στενοσόκακα, φωλιασμένα σε παραγκουπόλεις στον αφαλό
του ισημερινού, καταχωνιασμένους παπύρους σε δύσβατες σπηλιές της πρόσφορης
Γηραιάς Ηπείρου…
Ασφαλώς,
κανένας δεν γνωρίζει πού σταματάει η αλήθεια και από πού αρχίζει ο μύθος…
ΗΜανίνα
(Μαρία)Σεβαστιάδου,
εκ Πατρών ορμωμένη, σπούδασε κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
όπου άφησε σε διαρκή εκκρεμότητα το μεταπτυχιακό της στη γλωσσολογία, και έκτοτε ζει στην Αθήνα. Από το
2008 εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε δύο ποιητικές ανθολογίες (Σύγχρονοι Έλληνες Δημιουργοί και Ημερολόγιο της Γραφής), ενώ το ποίημα με τίτλο «Έσσεται ήμαρ» φιλοξενείται στο βιβλίο Πάτρα: Πόλη φυλακισμένη;. Εξακολουθεί να «συμπερι-γράφει», να «μετα-ποιητεύει»
και να «στιχο-πλοκεί» σε φούσκες πρόσφορης φαντασίας, με σχεδιάσματα που
συχνά αυτοακυρώνουν την απόλυτη διαγραφή και επιλέγουν την ολική επαναφορά. Μέσα σε ένα κλίμα έκφρασης που αποκαλεί «ποιητική πρόζα», συστήνεται στην πεζογραφία
με δεκατρία περιπλανώμενα διηγήματα,
ένα φιλόδοξο όσο και ρηξικέλευθο εγχείρημα που απευθύνεται σε «παιδιά όλων των
ηλικιών», μια φρέσκια νότα με άρωμα παιδικά ενήλικης λογοτεχνίας. Σύντομα ολοκληρώνει και το πρώτο της εφηβικό μυθιστόρημα.
Ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο: maninasevas@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου