για το "ΜΙΡΑΜΠΕΛ"
από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Μίραμπελ. Το όνομα της πρωταγωνίστριας. Μιας κούκλας εντελώς παράξενης, όσο και μοναδικής. Μιας κούκλας που μοιάζει, αλλά δεν είναι τέλεια. Εξαιτίας ενός μικρού ελαττώματος στην κατασκευή της, η Μίραμπελ αποκτά κάποιες ανθρώπινες ιδιότητες. Μπορεί να βλέπει, να παρατηρεί και να αισθάνεται. Και θα γίνει η οδηγός μας στις ιστορίες των ανθρώπων που θα την κρατήσουν στην αγκαλιά τους.
Η Μίραμπελ ταξιδεύει από τη Θουριγγία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ και από κει στη Θεσσαλονίκη και πίσω στη Γερμανία. Η περιήγησή της στις παιδικές αγκαλιές θα την φέρει αντιμέτωπη με τη σκληρότητα του πολέμου. Με τις φρικαλεότητες των Ναζί, με την ωμότητα, τη βαρβαρότητα. Η Μίραμπελ είναι ανίσχυρη μπροστά στην ανθρώπινη βία και την κακία. Μαθαίνει την αγάπη, καθώς γι’ αυτήν πλάστηκε και την ανακαλύπτει κάτω από τα προσωπεία, πίσω από τα καλυμμένα συναισθήματα των ατόμων γύρω της. Αντικρίζει, όμως, και πολύ μίσος. Αυτό την αποπροσανατολίζει. Είναι κακοί, τελικά, οι άνθρωποι; Πώς φτάνουν από την αγάπη στο μίσος; Το οδηγεί τα χέρια που αγκαλιάζουν να πνίγουν κιόλας;
Μέσω της Μίραμπελ είχα τη δυνατότητα να μιλήσω όχι μόνο για
ένα από τα πιο μελανά σημεία της σύγχρονης ιστορίας, το ολοκαύτωμα, αλλά,
παράλληλα και για τη θέση της πόλης μου, της Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τους
«εκτοπισμούς» του Εβραϊκού πληθυσμού της. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ένα
ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για ένα οδοιπορικό της μνήμης σε όσα ακόμη και
σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, βαραίνουν στις πλάτες και στη συλλογική μας
συνείδηση.
Αγάπησα πολύ τη Μίραμπελ κι ελπίζω να την αγαπήσετε εξίσου.
Άθελά μου επέστρεψα μαζί της στην παιδική μου ηλικία και την έκανα φίλη, μα και
καθρέφτη μου. Όπως συνήθιζα να κάνω ως παιδί. Πόσοι από μας δεν έχουμε δώσει
φωνή στα παιδικά μας παιχνίδια; Πόσες φορές δεν μιλήσαμε μέσω αυτών για
πράγματα ή καταστάσεις της καθημερινότητάς μας; Πέρα από σύντροφοι, έγιναν
εξομολόγοι μας και συνένοχοί μας. Μοιραστήκαμε μαζί τους μυστικά, επιθυμίες,
τους παιδικούς μας προβληματισμούς. Αν είχαν, πράγματι, φωνή, τι θα μας
απαντούσαν;
«Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο θλιβερό παράπηγμα όπου
χιλιάδες φωνές είχαν ανταλλάξει προσευχές προτού οδηγηθούν στον θάνατο, κάτω
από έναν λεκιασμένο λαμπτήρα, ανάμεσα στη βρομιά και την ξινή οσμή των ούρων,
συνειδητοποίησα πως η ευτυχία δε βρίσκεται έξω από τους ανθρώπους. Όχι, είναι
μέσα τους. Μπορεί να είναι κάπου βαθιά φυλαγμένη, καλά σκεπασμένη, παρ’ όλα
ταύτα, εντός τους. Και το κλειδί για την απελευθέρωσή της το κρατούν οι ίδιοι.
Η ευτυχία δεν είναι μια ουτοπία στιγμής, παρά η ίδια η στιγμή που τα χείλη τους
σχηματίζουν ένα χαμόγελο, ακόμη και όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την
φρικτότερη εμπειρία της ζωής τους».
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
Αν μπορούσα να κλάψω, θα το έκανα με μανία. Μα οι κούκλες δεν κλαίνε. Δε βουρκώνουν. Από τα γυάλινα μάτια τους στάζει μονάχα μια στάλα ελπίδας, η ιστορία κάποιου ξεφτισμένου παρελθόντος κι ένα απόθεμα αγάπης που θα μπορούσε να είναι παντοτινό. Αλλά στο ανθρώπινο είδος τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Απολύτως τίποτα. Είμαι πλέον πεπεισμένη γι’ αυτό. Η διαπίστωση αυτή με θλίβει, αλλά αναγνωρίζω τη δυναμική της. Είναι άμυνα.
Αναρωτιέμαι αν κατάφερα να μπαλώσω τις τρύπες των ανθρώπων. Μέτρησα σώματα, χέρια, μάτια, ηλικίες, χαμόγελα, δάκρυα, ανάσες και βιώματα. Κατοίκησα σε αποθήκη παιχνιδιών, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε βιβλιοπωλείο, σε σπίτια. Αντίκρισα πολλούς θανάτους – με κάθε πιθανό κι απίθανο τρόπο.
Γιατί οι άνθρωποι πνίγουν με τα ίδια χέρια που αγκαλιάζουν; Γιατί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου