Βιβλιο

Βιβλιο
ΜΕ αρέσει το βιβλίο ΑΦΟΥ!!! και η αγάπη μου αυτή με ώθησε στη δημιουργία αυτού του ιστολογίου όπου θα μοιράζομαι την αγάπη μου αυτή παρουσιάζοντας σας τις απόψεις μου για τα βιβλία που με ταξιδεύουν καθώς και προτάσεις ,νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων και πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων καθώς και βιβλιοπαρουσιάσεις στην πόλη μου Θεσσαλονίκη ΑΦΟΥ !!!

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΜΗΤΟΥΣΗΣ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΡΤΙΝΗ ΠΟΛΗ


Φέτος μέσα σ' αυτές τις παράξενες μέρες που ζούμε ο Νικηφόρος, ένα μικρό παιδί που μεγαλώνει στην επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του 70, εύχεται το άστρο της γέννησης να φωτίσει τις ζωές όλων μας, οι μάγοι να φέρουν την υγεία σε όλους κι εμείς οι ταπεινοί να συνεχίσουμε να αγαπάμε το βιβλίο, να ταξιδεύουμε μέσα από τις λέξεις, να γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας και να εκτιμούμε αυτά που έχουμε.

 

 

Ο Νικηφόρος είναι ένας από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου «Οι κουρελούδες της Αλισάβας» που ξεκινά την ιστορία του παρακάτω:

 

Χριστούγεννα 1973. Παραμονή για την ακρίβεια. Το χιόνι που’ χε πέσει πριν από τρείς ημέρες άσπρο κι αφράτο είχε κιόλας λιώσει, απόμεναν κάτι γωνιές απάνεμες να το θυμίζουν και λάσπη κρυσταλλιασμένη στα πεζοδρόμια, στις γλάστρες, στα κεφαλόσκαλα. Απ’ τα κεραμίδια κρεμόταν ακόμα κάτι πάγοι σαν δάκρυα μετέωρα αλλ’ ο μεγάλος όγκος είχε λιώσει. Ήταν τόσο το κρύο που διαπερνούσε ακόμα και το πιο χοντρό πανωφόρι, παγωμένες ανάσες γινόταν κρύσταλλα στους γιακάδες, κοκκινισμένες μύτες κρυβόταν μέσα σε πολλές φορές τυλιγμένα σάλια και βήματα γρήγορα παντού, βιαστικά βήματα, σχεδόν τρεχάτα. Έτρεχε ο κόσμος, όχι για να προλάβει τίποτα, αλλά για να μη μείνει περισσότερο στην παγωνιά. Ούτε καλημέρα έλεγαν, κουνούσαν βιαστικά τα κεφάλια και οι πιο τολμηροί χαιρετούσαν κουνώντας, βιαστικά και πάλι, το χέρι. Ούτε σκυλιά  κυκλοφορούσαν, χώθηκαν κι αυτά όπου μπορούσαν να προστατευτούν, σε στάβλους, στα υπόγεια του σχολείου που δεν είχαν παράθυρα, σε σπίτια ετοιμόρροπα, οι γάτες άφησαν τα κεραμίδια όπου άλλοτε λιαζόντουσαν με τις ώρες για να εξαφανιστούν κι αυτές σ’ αυλές και σ’ υπόστεγα, πολύ κρύο, φαρμακερό. Η καμπάνα είχε χτυπήσει από νωρίς δίνοντας το ελεύθερο στις παρέες που ανυπομονούσαν για ένα σχεδόν χρόνο να ξεχυθούν στις γειτονιές για τα κάλαντα. Αντιλάλησαν οι δρόμοι από Χριστός γεννάται σήμερον, φάτνες αλόγων και Μάγους με τα δώρα, πόρτες άνοιξαν, πόρτες έκλεισαν, τρίγωνα σήμαναν, χέρια απλώθηκαν, χέρια μαζεύτηκαν, τσέπες κουδούνισαν κι όπως ξαφνικά είχαν γεμίσει τα σοκάκια από παιδιά έτσι ξαφνικά κι άδειασαν. Είχαν πια γυρίσει στα σπίτια για να μοιραστούν τον κόπο τους. Κρύο κι ερημιά. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου