Βιβλιο

Βιβλιο
ΜΕ αρέσει το βιβλίο ΑΦΟΥ!!! και η αγάπη μου αυτή με ώθησε στη δημιουργία αυτού του ιστολογίου όπου θα μοιράζομαι την αγάπη μου αυτή παρουσιάζοντας σας τις απόψεις μου για τα βιβλία που με ταξιδεύουν καθώς και προτάσεις ,νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων και πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων καθώς και βιβλιοπαρουσιάσεις στην πόλη μου Θεσσαλονίκη ΑΦΟΥ !!!

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

ΣΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ-ΑΝΝΑ ΦΩΤΙΟΥ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΗ

ΑΝΝΑ ΦΩΤΙΟΥ
για το "ΣΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ"
από εκδόσεις ΕΞΗ.














Ποιος θα επιχειρήσει μια εξόρμηση στην Άνω Πόλη στη Θεσσαλονίκη και δεν θα την ερωτευτεί; Ποιος δεν θα νιώσει ένα ρίγος να τον διαπερνά, όταν δει πώς… Μετά την Πορτάρα, μια Άλλη Πόλη ξεπροβάλει, με τα πλακόστρωτα δρομάκια, τις ανθισμένες αυλές, τα πέτρινα σκαλάκια, τα παλιά καφενεία και τα παραδοσιακά μαγαζιά με αρώματα άλλης εποχής, με τα ξέφωτα, τα  βυζαντινά αλλά και μουσουλμανικά μνημεία, τους μικρούς ανθόκηπους ναούς, τους τεκέδες που γέννησαν θρύλους ζωντανούς και τα φιδίσια αδιέξοδα σοκάκια με τα στενά καλντερίμιακαι δεν θα νιώσει πως ο χρόνος εκεί έχει απλά σταματήσει;
Ποιος θα τολμήσει να σεργιανίσει στα στενά της παραλίας και δεν θα ακολουθήσει τις χρυσαφιές αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος που σαν πλανεύτρες σειρήνες τον καλούν για να αποκαλυφθεί ο θαλασσινός παράδεισος της πόλης;
Πώς είναι δυνατόν να μη νιώσεις την ψυχή της Νύμφης του Θερμαϊκού, καθώς περιδιαβαίνεις τους δρόμους της, όταν ακόμη και σήμερα είναι ορατά τα σημάδια του χρόνου πάνω της; Αστικοί θρύλοι και μύθοι ζωντανεύουν σε κάθε μνημείο, σε κάθε αναπαλαιωμένο κτίριο, σε κάθε πολιτιστικό χώρο.
Αυτήν την ψυχή θέλησα να γνωρίσω στους μαθητές μου, ως δασκάλα Δημιουργικής Γραφής στο σχολείο μου, μιλώντας τους για τους μυστηριώδεις Κήπους του Πασά, την περίεργη στήλη των όφεων, την αλλοδιάστατη πύλη της οδού Μαύρη Πέτρα και πόσους άλλους θρύλους και μύθους που συντροφεύουν την ιστορία της αισθησιακής Θεσσαλονίκης.
Τους παρουσίαζα λοιπόν τον θρύλο της οδού Μαύρη Πέτρα, όταν ξαφνικά ξεπετάχτηκαν μπροστά μου οι ήρωες της ιστορίας. Η Έλλη λάτρης της τοπικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης, καθώς μέσα από τις σπουδές της στο Ιστορικό Τμήμα του ΑΠΘ ερωτεύτηκε την πόλη της ζωντανεύοντας με τη φαντασία της τους θρύλους που συντροφεύουν την πόλη της. Τόση ήταν η λατρεία της που θαρρείς πως ο Θεός άκουσε την ευχή της, που ακόμη και η ίδια δεν γνώριζε ότι ήλπιζε και χάθηκε μέσα στον θρύλο της Μαύρης Πέτρας.
Η φωτιά του 1917 την καλωσόρισε σε μια εποχή που η πόλη έψαχνε την ταυτότητά της, έγλειφε τις πληγές της από τους πολέμους και προσπαθούσε να σταθεί σε μια εποχή που όλα εξευρωπαΐζονταν. Κάποιος έπρεπε να την σώσει, να τη συνεφέρει, να την συντονίσει στο τώρα, που για την ίδια ήταν ένα ιστορικό, μακρινό παρελθόν. Έτσι εμφανίστηκε ο  Μάρκος, που με την οικογένειά του, έτρεχε και ο ίδιος να σωθεί παρασέρνοντας στο διάβα του και την ίδια.
Στον αγγλικό καταυλισμό των πυρόπληκτων όπου βρέθηκαν, συνάντησαν τον λοχαγό Τομ Μπλάιθ, μια αινιγματική ισχυρή προσωπικότητα που θα εισβάλει στη ζωή της Έλλης καλώντας την πρώτα από όλα να… ζήσει.
Κοντά σε αυτούς τους βασικούς ήρωες, εμφανίζονται η εβραία η Ραχήλ, η Κατερίνα, ο Νικόλας, η κυρά Χρυσή…όλοι τους με έναν σκοπό… να ζήσουν! Να ορθοποδήσουν σε μια πόλη που παράπαιε, που έψαχνε να βρει τη μορφή της, την εικόνα της μετά τη φωτιά.
Το διάστημα που γραφόταν η ιστορία, στο σπίτι μου δεν μέναμε πέντε άτομα… ήμασταν περισσότεροι. Οι ήρωες δεν ήταν πια φανταστικοί, είχαν αποκτήσει υπόσταση. Ζούσαν μαζί μου, ανέπνεαν, έτρωγαν, έπιναν, κοιμόντουσαν. Όταν δεν είχαν την αμέριστη προσοχή μου, απαιτητικά εμφανίζονταν μπροστά μου και διεκδικούσαν τον χρόνο μου, τη ζωή μου… Έπρεπε η ιστορία να ολοκληρωθεί, έπρεπε να φύγουν από το σπίτι μου, να μείνω με την οικογένειά μου…
Όταν στο πληκτρολόγιο γράφηκε η λέξη ΤΕΛΟΣ, η καρδιά ήταν έτοιμη να βγει από τη θέση της. Η αγωνία στο απροχώρητο, το άγχος με έτρωγε. Σήκωσα το κεφάλι από την οθόνη. Τρία ζευγάρια μάτια μου χαμογελούσαν. Άρχισαν να απομακρύνονται από κοντά μου, να φεύγουν, ένας ένας κουνώντας μου το χέρι, ένας ένας μέχρι τον τελευταίο. Έκλαψα. Ναι. Όλους τους τελευταίους μήνες ήταν εκεί. Όπου και αν κοιτούσα ήταν εκεί. Και ξαφνικά αυτό χάθηκε. Ένιωσα άδεια, μόνη. Ήδη μου έλειπαν. Από τη μια αγωνιάς να τελειώσεις πιστεύοντας ότι θα ελευθερωθείς και θα επιστρέψεις στην  
καθημερινότητά σου και από την άλλη, όταν φτάνεις στο τέλος, απλά νιώθεις…κενός, συνειδητοποιώντας με τρόμο ότι αυτό που ζούσες τους προηγούμενους μήνες ΉΤΑΝ η καθημερινότητά σου.
Με τους ήρωές μου αναγεννήθηκα. Αγχώθηκα μαζί τους, φοβήθηκα, τρόμαξα, τα έχασα, πανικοβλήθηκα, έζησα τον χειρότερο εφιάλτη μου, έκλαψα, γέλασα, χάρηκα, λυπήθηκα, φώναξα, έβρισα, απείλησα, πολέμησα, τραυματίστηκα, χάθηκα… αλλά και ερωτεύτηκα, αγάπησα ζώντας τον πρώτο έρωτα, την πρώτη αγάπη, το πρώτο φιλί.
Και μετά;… Τότε λοιπόν μπήκαν στη ζωή μου νέοι ήρωες, πολύ σημαντικοί ˙ οι εκδόσεις ΕΞΗ και η Ισμήνη Λαμπροπούλου. Διάβασαν την ιστορία, πίστεψαν στους ήρωες και απλά… τους ζωντάνεψαν, τους έδωσαν σάρκα και οστά μέσα από τις λεπτές αχνοκίτρινες σελίδες, με την ευανάγνωστη καλογραμμένη γραμματοσειρά, με το ντελικάτο, αρχοντικό, ρομαντικό εξώφυλλο.
Το «Στις στάχτες της Σαλονίκης» είναι μια ιστορία αγάπης που γεννήθηκε μέσα στις στάχτες της πόλης και άνθισε στα χρόνια που ακολούθησαν. Αν η Έλλη επέστρεψε ή όχι στην εποχή της, αυτό καλούμαστε να το ανακαλύψουμε. Αν οι θρύλοι της πόλης είναι αληθινοί, αυτό μας προκαλεί να το εξερευνήσουμε.
«Κοίτα τι βρήκα», της είπε βγάζοντας από την τσέπη του πουκαμίσου του ένα μικρό κίτρινο άγριο τριαντάφυλλο.
«Πού το βρήκες;» τον ρώτησε απορημένη παίρνοντάς το στα χέρια της.
«Στο κέντρο η εικόνα είναι απογοητευτική Έλλη. Όλα κατεστραμμένα, ερείπια, στάχτες και κάρβουνα. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα, μια τριανταφυλλιά από μια παραλιακή έπαυλη ήταν το μόνο που διασώθηκε από τη μεγαλοπρέπεια που σίγουρα θα είχε. Δεν ξέρω πώς σώθηκε ή γιατί η φωτιά αρνήθηκε να περάσει από πάνω της».
«Είναι το πιο όμορφο τριαντάφυλλο που έχω δει», του είπε φέρνοντας το μπροστά της. Χαμογέλασε ονειροπόλα. «Μπορώ να το κρατήσω;» 
«Για σένα είναι Έλλη». Την έπιασε από το πηγούνι αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει. «Μόνο εσένα σκεφτόμουν όλη την ημέρα, ήσουν η δύναμή μου, η αντοχή μου».
«Μάρκο…», ψιθύρισε, προτού εκείνος σκύψει από πάνω της και ενώσει πεταχτά τα χείλη του με τα δικά της.
….
Σταμάτησαν λίγο πιο κάτω από τα κάστρα. Ο Τομ την παρότρυνε να τον ακολουθήσει. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Την ήξερε την περιοχή, την ήξερε και μάλιστα πάρα πολύ καλά. Κοίταξε ζαλισμένη γύρω της.
«Τομ;»
«Εδώ δεν ήθελες να έρθεις; Από δω δεν είπες ότι θα φύγεις; Τουλάχιστον εδώ σε βρήκα λιπόθυμη την προηγούμενη φορά. Όμως πανάθεμά με αν καταλαβαίνω το πώς θέλεις να φύγεις και με ποιον; Δεν το βλέπεις να πάρει;» της είπε πηγαίνοντας κοντά της. «Κανένας δεν είναι εδώ, κανείς δεν κυκλοφορεί αυτήν την ώρα. Ποιος πιστεύεις ότι θα έρθει να σε πάρει;» την ταρακούνησε αναγκάζοντας την να τον κοιτάξει.
Εκείνη οπισθοχώρησε και κοίταξε γύρω της. Μπροστά της ένας μαύρος βράχος, ο ίδιος περίεργος, παραμορφωμένος βράχος που την είχε οδηγήσει πριν δυο χρόνια κοντά, στο 1917.
«Ο βράχος… ο βράχος…», αναφώνησε σαν χαμένη.
«Τι ο βράχος;» η απορία του ήταν έκδηλη.
«Δεν ήταν εδώ την προηγούμενη φορά!»
«Μικρή… παραλογίζεσαι μου φαίνεται. Όσα χρόνια είμαι εδώ, αυτό το κομμάτι του κάστρου ήταν πάντα σε αυτό το σημείο, να απολαμβάνει τη θέα της πόλης από ψηλά», ειρωνεύτηκε καθώς πλέον δεν μπορούσε να ελέγξει τα νεύρα του.
«Όχι, όχι δεν ήταν εδώ, αν ήταν θα είχα φύγει. Δεν ήταν σου λέω», σχεδόν άκουγε τη φωνή της να φωνάζει.
Ο Τομ έτριψε κουρασμένα το μέτωπο του. «Άκου μικρή. Δεν ξέρω τι είναι αυτά που λες και ειλικρινά δεν με νοιάζει». Στάθηκε μπροστά της αναγκάζοντάς την να τον κοιτάξει. Δεν την άγγιζε, δεν την πλησίασε καν και όμως η επιβλητική παρουσία του την έκανε να σφίγγεται όλο της το σώμα στην παρουσία του. «Ένα πράγμα έχω να σου πω και σ’ αφήνω να αποφασίσεις μόνη σου για τη ζωή σου. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε, αν θέλεις να μείνεις, μείνε. Ό,τι κάνεις όμως, κάντο πλέον συνειδητά. Ό,τι αποφασίσεις, να το υποστηρίξεις μέχρι τέλους και να είσαι έτοιμη να δεχτείς τις συνέπειες της απόφασής σου. Πάρε μια σταθερή επιτέλους απόφαση για τη ζωή σου. Ζήσε, που να πάρει και να σηκώσει. Φύγε, μείνε, αλλά ζήσε!» …  «Να θυμάσαι όμως ένα πράμα…»
Η φράση του έμεινε μισοτελειωμένη. Με μια δρασκελιά, της έπιασε το πρόσωπό και κλείνοντάς το στα χέρια του, την τράβηξε κοντά του και με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη, τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της.

Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ

 Μια ιστορία ζωντανή, γεμάτη μνήμες και πάθη.

Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1917. Η μεγάλη πυρκαγιά ξεσπά. Ο κόσμος τρέχει να σωθεί από την πύρινη λαίλαπα που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά της. Ανάμεσά τους και η Έλλη, που φωνάζει να κατευθυνθούν ανατολικά. Μέσα στον πανικό όμως κανείς δεν της δίνει σημασία· παρά μόνο ο Μάρκος. Μαζί διασχίζουν την πόλη και φτάνουν στον καταυλισμό. Από εκεί, θα ζήσουν τις έντονες στιγμές της καταστροφής.

Οι μέρες περνούν και ανάμεσα στην Έλλη και τον Μάρκο γεννιέται ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Αυτό το παράξενο κορίτσι κάνει την καρδιά του να χτυπά δυνατά, κι ας μην ξέρει τίποτα γι αυτήν, παρά μόνο το όνομά της. Από την άλλη, ο λοχαγός Τομ Μπλάιθ νιώθει ότι η Έλλη δεν είναι αυτή που λέει. Όμως, βλέπει την αλήθεια στα μάτια της και αισθάνεται μια απροσδιόριστη ανάγκη να είναι δίπλα της. Ανακαλύπτει το μυστικό που κρύβει και το μόνο που θέλει είναι να την προστατεύσει, να μην κάνει τα ίδια λάθη με εκείνον. Πώς θα βρει τη δύναμη, όμως, να μπει εμπόδιο στην ευτυχία της και να της αποκαλύψει τι νιώθει πραγματικά;

Η Έλλη για πρώτη φορά πρέπει να αποφασίσει αν θα ζήσει αληθινά ή αν θα παραμείνει δέσμια της συμβατικής ζωής της. Ερωτεύεται, πληγώνεται, έρχεται αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και την καρδιά της, μέχρι να τη χαρίσει σε εκείνον που πραγματικά αγαπά.

Μια αληθινή ιστορία αγάπης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες και άνθισε στα χρόνια του πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου