ΜΟΝΟ ΛΙΓΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ-ΜΑΡΙΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΗ ΠΡΟΒΑΤΑ
Ο δημοσιογράφος Μάκης Προβατάς συνομιλεί με τη Μαρία Ευθυμίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. O Θουκυδίδης έχει πει πως «Η Ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων». Ταυτόχρονα η Ιστορία είναι η ιστορία των ανθρώπων. Αυτών των εύθραυστων, θνησιγενών πλασμάτων, των εκτεθειμένων σε κάθε κίνδυνο και κάθε ανατροπή. Των ίδιων ανθρώπων, όμως, που έχουν, παράλληλα, νου, σκέψη, βούληση, αισθήματα, στοχεύσεις, ιδιοτέλεια, ανιδιοτέλεια, αίσθηση χρόνου και αίσθηση θανάτου. Και που μπορούν να επεμβαίνουν στον εαυτό τους, στη φύση και στον άλλον. Να ορίζουν και να κατανοούν, δηλαδή, τη μικρή τους ζωή.
Σε αυτό το βιβλίο προσεγγίζονται εποχές και γεγονότα, άτομα και κοινωνίες, προθέσεις και στοχεύσεις, διαψεύσεις και επιβεβαιώσεις. Οι διαδρομές αναπόφευκτα εμπλέκονται με την προσωπική ιστορία της Μαρίας Ευθυμίου, τις μνήμες ζωής και τις δυνάμεις που την οδήγησαν, με τόσο πάθος και πίστη, στη μελέτη και διδασκαλία της Ιστορίας. Μιας επιστήμης που συνδέεται με τη μνήμη και τον χρόνο – τους ακούραστους συντρόφους του ατομικού και ομαδικού ταξιδιού όλων μας. Η διαδρομή που διανύει το βιβλίο ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει μέχρι σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου μεγάλο διάστημα... Μόνο λίγα χιλιόμετρα...
ΜΕΤΑ ΤΟ 1922 Η ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ Θ.ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ
Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια εκείνου με τον τίτλο 1915: Ο Εθνικός Διχασμός και καλύπτει την περίοδο του Μεσοπολέμου, μέχρι το 1940. Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Διχασμός δεν ξεπεράστηκε. Συνεχίστηκε προπαντός ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης, μέσα πλέον στα όρια του κράτους, με τρία μέτωπα σύγκρουσης: μεταξύ προσφύγων και γηγενών, μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων και εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων, μεταξύ Νέων Χωρών και Παλαιάς Ελλάδας. Συνεχίστηκε επίσης ως οιονεί θρησκευτικό σχίσμα μεταξύ των πιστών του Βενιζέλου και εκείνων του νεκρού βασιλέα Κωνσταντίνου. Εξακολούθησε να έχει και ταξικές διαστάσεις, αλλά με σημαντικές ανακατατάξεις. Τέλος, ο Εθνικός Διχασμός ως εμφύλιος πόλεμος αναζωπυρώθηκε από την εκτέλεση των Έξι και υποτροπίασε με το Κίνημα του 1935. Το βιβλίο διαψεύδει την εικόνα της στασιμότητας που καλλιεργείται σήμερα. Δεν ήσαν «πάντα έτσι» οι Νεοέλληνες και το κράτος τους, όπως λέγεται συχνά. Υπήρξαν στιγμές και εκτός πολέμων που στάθηκαν ικανοί για μεγάλα έργα, που αξιοποίησαν στο έπακρο εξωτερικά δάνεια και ξένη βοήθεια. Το βιβλίο διαψεύδει επίσης την εντύπωση της «κυκλικότητας» που καλλιεργείται σήμερα. Επίκαιρη είναι και η ανάδειξη των αδιεξόδων που συνεπάγεται στη δύση της η χαρισματική ηγεσία, μετά τα «θαύματα» που κατόρθωσε στην ακμή της.
ΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΜΕ ΕΔΕΡΝΕ,ΤΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑ-Χ.Α. ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ
«... Το ελληνικό καλοκαίρι µού φαινόταν ανέκαθεν ο µοναδικός ακατάλυτος νόµος µας. Η άσπρη µας πέτρα ξέξασπρη που φωτίζει τον κόσµο και καταργεί τους λεκέδες του. Η διαφανής σαυρούλα που σκαρφαλώνει στο περβάζι. Οι ρόδες των ποδηλάτων που µισοβυθίζονται στην άµµο. Οι αφίσες που προαναγγέλλουν το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήµονος και του Σωτήρα. Δηµοτικολαϊκάσυγκροτήµατα πάνω σε πρόχειρα στηµέναικριώµατα στην πλατεία, αρνιά και γουρουνοπούλες που σουβλίζονται απ’ το πρωί, ο παπάς της ενορίας κερνάει το πιο καλό κοψίδι στον εξάδελφό του απ’ την Αστόρια. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι τα βογκητά των ζευγαριών που κάνουν έρωτα πίσω από τα µισόκλειστα παντζούρια. Είναι η οθόνη του υπαίθριου σινεµά που θρο?ζει σε ένα µελτεµάκι. Είναι τα θηριώδη σουτιέν και βρακιά της γιαγιάς που –κρεµασµένα από τα µανταλάκια– ρίχνουν σκιές προϊστορικών τεράτων στον απέναντι τοίχο. Στο ελληνικό καλοκαίρι, το µόνο που µπορείς να σφάξεις είναι ένα καρπούζι. Εάν έγραφα µια ελληνική κωµωδία, θα έβαζα κάποιον φανατικό ιδεολόγο –αδιάφορο ποιανής ιδεολογίας– να επιχειρεί να εκφωνήσει λόγο σε παραλία. Ένας αέρας κυκλαδίτικος να καλύπτει τη φωνή του και να του παίρνει τα χαρτιά, ένα κύµα να τον µουσκεύει, ένα µισόγυµνοκορµί να τον ανταγωνίζεται θρασύτατα. Θα τον έβαζα να µουλαρώνει και να τελειώνει τον λόγο του µε τη φράση: «Θα Ξαναγυρίσουµε και θα Τρέµει η Γης!». Κι έπειτα ένα σµήνος γλάρων –σαν χορωδία αγγέλων ή τραγοπόδαρων σατύρων– να τον ειρωνεύεται γαβγίζοντας. Διαβάζω ελληνική µυθολογία. Κανείς απ’ τους θεούς ή από τις µοίρες δεν προαναγγέλλει πουθενά τη συντέλεια του κόσµου. Δεν απειλεί πως οι άνθρωποι θα κριθούν κατά τα έργα και τις αµαρτίες τους. Δεν προφη-τεύει µια Δευτέρα Παρουσία. Ποια Δευτέρα Παρουσία; Αφού όλα και όλοι είναι ήδη, νυν και αεί, εδώ. Και η γη δεν τρέµει παρά από τους οργασµούς µας. Κι απ’ τις ωδίνες των τοκετών µας. Το ελληνικό καλοκαίρι περιέχει τα πάντα. Δίνει λογαριασµό µονάχα στον εαυτό του».
Μέσα από κείµενα µικρότερα και µεγαλύτερα, επίκαιρα αλλά όχι επικαιρικά, που σκιαγραφούν όψεις της πραγµατικότητας ή απογειώνονται προς τη µυθοπλασία, µε θρύψαλα, αναµµένα κάρβουνα και βότσαλα, ο Χρήστος Χωµενίδης αποπειράται µία πρώτη αυτοβιογραφία. Όχι δική του. Όλων µας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου