Βιβλιο

Βιβλιο
ΜΕ αρέσει το βιβλίο ΑΦΟΥ!!! και η αγάπη μου αυτή με ώθησε στη δημιουργία αυτού του ιστολογίου όπου θα μοιράζομαι την αγάπη μου αυτή παρουσιάζοντας σας τις απόψεις μου για τα βιβλία που με ταξιδεύουν καθώς και προτάσεις ,νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων και πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων καθώς και βιβλιοπαρουσιάσεις στην πόλη μου Θεσσαλονίκη ΑΦΟΥ !!!

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

ΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ "ΑΞΟΔΕΥΤΗ ΖΩΗ" ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΙΒΑΝΗ

ΤΙΝΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ
για το "ΑΞΟΔΕΥΤΗ ΖΩΗ"
από τις εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ.












Πηγή έμπνευσης για το βιβλίο μου «Αξόδευτη Ζωή» είναι ένας σπουδαίος, αλλά άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό ζωγράφος, ο Νίκος Δραγούμης, που ο αρχιτέκτονας Δ.Πικιώνης αποκάλεσε «Έλληνα Βαν Γκογκ». Εγώ, όμως, δε γράφω τη βιογραφία του Νίκου Δραγούμη. Ο δικός μου ήρωας, αν και βαδίζει στα χνάρια του ιστορικού προτύπου του, στην πορεία της αφήγησης αυτονομείται και ζει τη δική του ζωή. Η «Αξόδευτη Ζωή» είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα, συνιστά μυθοπλασία. Ο ήρωας μου, ο Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης, ζει με τη μεγαλοαστική οικογένειά του σε μια άλλη εποχή, στην Αθήνα του 1880. Αγωνίζεται, όμως, όπως κάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή, να ζήσει ελεύθερος και να γίνει ευτυχισμένος ακολουθώντας τα όνειρά του. Ο Αριστοτέλης θέλει να γίνει ζωγράφος ενάντια στη θέληση όλων. Έφηβος ακόμα, κρυμμένος κάτω από τους πάγκους της κουζίνας του αρχοντικού του, γίνεται λαθροθεατής της ζωής των άλλων στην προσπάθειά του να αποδράσει από την εκκωφαντική σιωπή της μητέρας του Μαρίνης και την αυστηρή ενορχήστρωση της ζωής του από τον πατέρα του Λυσίμαχο. Η παρατήρηση και η καταγραφή γίνονται ο δρόμος προς την αυτογνωσία, που γεννά την προσωπική εξέγερση και εντέλει τη φυγή. Φυγή από τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό που επιβάλλει η αστική τάξη του, τους άνευρους κανόνες και τα «πρέπει» που του στερούν την προσωπική ελευθερία του. Και θα αποδράσει. Ο Αριστοτέλης θα πάει στο Παρίσι, για να γίνει ζωγράφος, θα ταξιδέψει και θα ζήσει στη Μασσαλία, για να οδηγηθεί σε μια τραγική συνειδητοποίηση: είχε φτάσει μακριά, αλλά ήταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Κι όλα αυτά με φόντο, μια Ελλάδα που πασχίζει να εκσυγχρονιστεί και να αποδείξει τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα στην οδό Βουλεβάρτου και στα αρχοντικά της Πατησίων, ενώ συνταρακτικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα: πτώχευση, Ολυμπιακοί αγώνες, διχασμός, πόλεμοι, γενοκτονίες. Η δράση βέβαια δεν απλώνεται μόνο στον ιστορικό χρόνο αλλά και στον χώρο: Τραπεζούντα, Οδησσός, Αγία Πετρούπολη, Αθήνα, Παρίσι, Μασσαλία, Σύρος, Σμύρνη γίνονται σκηνικό της ιστορίας που αφηγούμαι. Υφαίνω, δηλαδή, έναν ιστορικό καμβά, πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία που αφηγούμαι. Αυτό απαιτεί συνδυασμό της ιστορίας με τη μυθοπλασία, απαιτεί χρήση ιστορικών και άλλων βιβλιογραφικών πηγών, που έκανα, στην προσπάθειά μου να αποδώσω πιστά όχι μόνο το ιστορικό, αλλά και το κοινωνικό, πολιτισμικό πλαίσιο ανάπτυξης της αφήγησης. Οπότε έπρεπε να αποδοθεί όσο γινόταν πιο πιστά όχι μόνο η εποχή, αλλά και η ατμόσφαιρα του χώρου: συνήθειες των ανθρώπων, η τοπογραφία των πόλεων, τα αθηναϊκά και παρισινά βουλεβάρτα, ιστορικά κτίρια, τέχνη, λογοτεχνία, ιδεολογικές ζυμώσεις, αλλά και μουσικές, χοροί, διασκεδάσεις, χρώματα, γεύσεις, κουστούμια... Τι σημαίνει όμως ο τίτλος, ποια είναι η σημασία του για τους ήρωες του βιβλίου μου; Σε κάποιο σημείο της αφήγησης ο ήρωας μου αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να ξοδέψει τη ζωή του με σύνεση, χωρίς να στερηθεί χαρές και απολαύσεις, μα και να αποφύγει μια ζωή ήσυχης απελπισίας. Και καταλήγει στο συμπέρασμα πως σοφό ξόδεμα θα ήταν εκείνο που θα τον οδηγούσε στη βίωση της ουσίας, της πραγματικής ευτυχίας. Μιας ευτυχίας απλής που φτιάχνεται από το τίποτα, δηλαδή από μικρά, καθημερινά, και γι’ αυτό τον λόγο ουσιαστικά πράγματα. Επομένως, αξόδευτη ζωή είναι - και δανείζομαι μία ρήση της Κ.Δημουλά- η ζωή που δε ζήσαμε, αν και την ονειρευτήκαμε, μια τακτοποιημένη ζωή με άτακτα συναισθήματα, η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, ή που αφέθηκε να κυλήσει, χωρίς ουσία. Το ξόδεμα βέβαια έχει πολλές αποχρώσεις μέσα στο μυθιστόρημα: ξόδεμα ευτυχίας, ταλέντου, έρωτα. Βέβαια, στο μυθιστόρημα οι ήρωες μου βιώνουν τα αποτελέσματα των επιλογών ζωής που οι ίδιοι κάνουν. Εκείνοι είναι που αρνούνται να ζήσουν ουσιαστικά ή αποφασίζουν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, και να ευτυχήσουν. Γι’ αυτό και το βασικό ερώτημα το θέτει μία ηρωίδα του έργου, όταν αναρωτιέται: ‘’Φτάνει μια όψιμη ευτυχία στον επίλογο μιας αξόδευτης ζωής;» Και απαντά: «Φτάνει και περισσεύει». Ποτέ δεν είναι αργά να ζήσουμε σύμφωνα με τους δικούς μας όρους, να διεκδικήσουμε όσα μας ανήκουν κι οι άλλοι μας τα στέρησαν -όπως συμβαίνει στη ζωή κάποιων ηρώων του βιβλίου-, να ζήσουμε σύμφωνα με τις προσωπικές ανάγκες και επιθυμίες μας, να ευτυχήσουμε. Κι αυτή η όψιμη, έστω, ευτυχία μετράει στον απολογισμό του τέλους... Έτσι, η «Αξόδευτη Ζωή» δεν είναι μόνο τίτλος του μυθιστορήματος. Είναι ένα φραστικό και θεματικό μοτίβο που λειτουργεί όχι μόνο ως κραυγή μπροστά σε ένα αδιέξοδο, αλλά και ως «ξανάσασμα» που οδηγεί στη λύτρωση. Σας παραθέτω ένα απόσπασμα από την «Αξόδευτη Ζωή»: «Τον πρώτο χειμώνα που ο Αριστοτέλης και η Ελισσώ πέρασαν στον νότο της Γαλλίας, η Προβηγκία τούς παραπλάνησε. Το χιόνι που έπεσε πυκνό κάλυψε την πλανεύτρα ομορφιά της. Με την άνοιξη όμως η φύση αποκαλύφθηκε εμπρός στα μάτια του ζωγράφου Άρη σ’ όλο της το μεγαλείο. Λουλουδιασμένοι αγροί μοσχοβολούσαν και οι πλαγιές των βουνών καλύπτονταν με λεβάντες, δημιουργώντας ένα χρωματικό υπερθέαμα. Χόρτασε η όρασή του, ζαλίστηκε ο νους του από τις ευωδιές. Εκεί, στις εξοχές της Προβηγκίας, συνάντησε έκθαμβος σμήνη από ροζ ερωδιούς και φλαμίνγκο αμέριμνα να ξεκουράζονται στο δέλτα του Ροδανού, που διέτρεχε την περιοχή. Περπάτησε σε δύσβατες κορυφές λόφων, όπου ανακάλυψε υπέροχα μικρά μεσαιωνικά χωριά, οχυρωμένα και περίκλειστα. Βάδισε μέσα από χρυσά χωράφια σπαρμένα με σιτάρι, ξάπλωσε κάτω από ψηλά κυπαρίσσια κι άφησε τον θερμό μεσογειακό ήλιο να τον ζεστάνει. Λούστηκε με το φως, το διάχυτο, έντονο φως της Προβηγκίας, που ζωντάνευε τη φύση ολόγυρα και ζωήρευε τα χρώματα, όπως κανείς ζωγραφικός χρωστήρας δεν μπορούσε να το κάνει. Τυφλώθηκε από τις ασημένιες λάμψεις των φύλλων στους κατάφυτους ελαιώνες, που απλώνονταν στην εύφορη κοιλάδα του Ροδανού, ενώ μόλις καλοκαίριασε οι γνώριμοι ήχοι των τζιτζικιών τον ταξίδεψαν πίσω στα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας. Ο Αριστοτέλης όμως δεν ήταν ευτυχισμένος, ούτε ένιωθε ελεύθερος, γιατί αισθανόταν ότι δεν ανήκε στον τόπο αυτό κι ο τόπος αυτός δεν του ανήκε...»


Δείτε περισσότερα για τo βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ

Ο θάνατος, ναι, μα κι η ζωή η αξόδευτη... Ο Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης έζησε σε μια άλλη εποχή, αν έζησε. Μικρός, ονειρευόταν την απόδραση: από την εκκωφαντική σιωπή της μητέρας του Μαρίνης, την αυστηρή ενορχήστρωση της ζωής του από τον πατέρα του Λυσίμαχο. Κρυμμένος κάτω από τους πάγκους της κουζίνας, ξόρκιζε τις σιωπές με τα χωρατά της Σουμέλας και οι απλωμένες μπουγάδες στο πίσω μέρος της αυλής γίνονταν, με σύμμαχο τη Φιλιώ, κατάρτι ψηλό σε πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά, πολύ μακριά. Μέχρι τότε ζωγράφιζε. Πίσω, στο φόντο, η Αθήνα πάσχιζε να αποδείξει τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα στην οδό Βουλεβάρτου και στα αρχοντικά της Πατησίων. Κι ύστερα ανομολόγητη χρεοκοπία, και πάλι διχασμός, γενοκτονίες, Μικρασιατική Καταστροφή, Κρητική Επανάσταση...

Ο Αριστοτέλης όμως απέδρασε. Κι όταν έφτασε στο Παρίσι της μπελ επόκ, όταν γνώρισε τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα, όταν συγκρούστηκε με τον πατέρα του και κατέληξε στη Μασσαλία, αυτός ο «Έλληνας Βαν Γκογκ» θα οδηγούνταν σε μία τραγική συνειδητοποίηση: Είχε φτάσει μακριά, αλλά έμοιαζε σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Άλλες ζωές στάθηκαν πιο τυχερές.Έφτανε μια όψιμη ευτυχία στον επίλογο μιας αξόδευτης ζωής; «Έφτανε», θα ισχυριζόταν η Σουμέλα, που χρόνο κι απαντοχή δεν είχε γι’ άλλη θλίψη. «Έφτανε και περίσσευε».

«Μου αρέσουν οι γέφυρες», είπε ο Αριστοτέλης. «Υπόσχονται πάντα κάτι, υπόσχονται να σε οδηγήσουν στην άλλη πλευρά. Δημιουργούν μια προσμονή, και την ίδια στιγμή νομίζεις πως, καθώς τις διασχίζεις, βρίσκεσαι έξω από τον κόσμο, σ’ έναν χώρο μετάβασης. Κι αν μείνεις για πάντα πάνω στη γέφυρα, σαν να είσαι άγαλμα που τη στολίζει, τότε θα βρίσκεσαι σε μία διαρκή αναμονή, προσδοκώντας πάντα να συναντήσεις αυτό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά». «Ποιος θέλει όμως να μείνει για πάντα πάνω σε μια γέφυρα;» σχολίασε η Λιζέτ.«Ποιος δε λαχταρά να περάσει γρήγορα στην άλλη πλευρά και να συναντήσει αυτό που τον περιμένει; Τι αξία έχει η αναμονή, που λες, αν μπορείς να τρέξεις, να τρέξεις προς αυτό που βρίσκεται στο τέλος της γέφυρας; Και τι γίνεται με όλους αυτούς που καθημερινά διασχίζουν την ίδια γέφυρα για να πάνε στη δουλειά τους ή για να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά από την αγορά που βρίσκεται από την άλλη πλευρά;» «Καμία προσμονή ή αγωνία δε θα είχαν όλοι αυτοί που λες. Γι’ αυτό η δουλειά τους θα τους φαινόταν βαρετή, και τα φρούτα που θα αγόραζαν θα τους φαίνονταν άνοστα. Φαντάσου όμως να διέσχιζαν τη γέφυρα κάθε φορά με αγωνία, με λαχτάρα. Θέλω να πω ότι η απόλαυση προϋποθέτει την προσμονή», απάντησε ο Αριστοτέλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου