ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
για το "Η ΠΕΝΘΕΡΑ"
από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.
Το νέο μου βιβλίο, «Η Πενθερά» που κυκλοφορεί σε λίγες
ημέρες από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, έχει μέσα του πολύ ΜΕ και πολύ ΑΦΟΥ. Η μία
από τις δύο οικογένειες που πρωταγωνιστούν σε αυτό, είναι Σαλονικιώτικη αφού…
Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή. Εν αρχή, είναι η Πενθερά.
Λέξη αρχαιοελληνική. Ίσως και να προέρχεται από τη σύνθεση των όρων «πένθος»
και έρως» και να σημαίνει «τον θάνατο του έρωτα». «Πενθερά: ο θάνατος του έρωτα! Τόσους έρωτες έχει πενθήσει η ανθρωπότητα
εξαιτίας μιας πεθεράς και άλλους τόσους θρηνεί και θα θρηνήσει, εις τους αιώνας
των αιώνων…», παρατηρεί μια εκ των ηρωίδων μου.
Είναι άραγε έτσι; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα του βιβλίου,
που επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα διαχρονικό στερεότυπο της Ελληνικής
κοινωνίας: τελικά υπάρχουν πεθερές-αράχνες που παγιδεύουν στον ιστό τους νύφες
και γαμπρούς ή πρόκειται για ένα άλλοθι των ζευγαριών που δεν καταφέρνουν να
κατακτήσουν το «για πάντα»;
Δύο πεθερές, μία Πόντια και μια Μανιάτισσα, που κάποιοι τις
θέλουν νεκρές.
Δύο νύφες, που εύχονται να είχαν ορφανούς συζύγους.
Δύο γιοι, που συνθλίβονται στις συμπληγάδες της μητρικής αγάπης και του έρωτα.
Και μια δημοσιογράφος που γίνεται φυγάς για να αποδείξει την αθωότητά της.
Δύο νύφες, που εύχονται να είχαν ορφανούς συζύγους.
Δύο γιοι, που συνθλίβονται στις συμπληγάδες της μητρικής αγάπης και του έρωτα.
Και μια δημοσιογράφος που γίνεται φυγάς για να αποδείξει την αθωότητά της.
Η αγωνιώδης αναζήτηση της αλήθειας, ξεκινάει από την
Καλαμαριά. Εκεί όπου η Πόντια πεθερά, Μόσχω Τερκενλεκίδου, δέχεται μια σφαίρα
στην πλάτη ενώ βρίσκεται στον χώρο του Παλαιού Κυβερνείου στο Καραμπουρνάκι. Μια
καλοκάγαθη γυναίκα η Μόσχω, από εκείνες που θυσιάζουν όλη τους τη ζωή για τα
παιδιά τους, κι όταν αυτά ενηλικιώνονται θεωρούν δεδομένη την ανταπόδοση της
θυσίας. Από τη στιγμή που μένει χήρα, μετακομίζει στο σπίτι του μοναχογιού της
και ζει κάτω από την ίδια στέγη με τη νύφη της, τη Θεσσαλονικιά καλλονή Ήρα
Τερκενλεκίδου.
« Ένα βράδυ που κάναμε
έρωτα με τον Ηρακλή, στα μουγκά, όπως πάντα από τότε που μας κουβαλήθηκε στο
σπίτι η πεθερά μου, ξαφνικά ακούσαμε χτύπους στην πόρτα μας κι αμέσως μετά τη
φωνή της ξεψυχισμένη.
“Εβάρυνεν το κιφάλι μ’, πουλί μ’. Μάλλον εσέβεν απάν’ ατ’ ο ήλες. Έχετε στον νου σας το παιδί τη νύχτα”, ψέλλισε σαν να ήταν ετοιμοθάνατη, μιλώντας ποντιακά για να μου σπάσει τα νεύρα και μετά κλειδώθηκε στο δωμάτιό της, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Έναν κουβά με παγωμένο νερό να είχε πετάξει πάνω στον Ηρακλή μου, μικρότερη ζημιά θα του είχε προκαλέσει, εάν με καταλαβαίνεις τι εννοώ… Το άλλο πρωί, βέβαια, ήταν περδίκι, ροδαλή, ροδαλή, σαν μπουρεκάκι», θα εξομολογηθεί η Ήρα στη δημοσιογράφο.
“Εβάρυνεν το κιφάλι μ’, πουλί μ’. Μάλλον εσέβεν απάν’ ατ’ ο ήλες. Έχετε στον νου σας το παιδί τη νύχτα”, ψέλλισε σαν να ήταν ετοιμοθάνατη, μιλώντας ποντιακά για να μου σπάσει τα νεύρα και μετά κλειδώθηκε στο δωμάτιό της, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Έναν κουβά με παγωμένο νερό να είχε πετάξει πάνω στον Ηρακλή μου, μικρότερη ζημιά θα του είχε προκαλέσει, εάν με καταλαβαίνεις τι εννοώ… Το άλλο πρωί, βέβαια, ήταν περδίκι, ροδαλή, ροδαλή, σαν μπουρεκάκι», θα εξομολογηθεί η Ήρα στη δημοσιογράφο.
Επόμενος σταθμός της έρευνας, είναι η Μάνη. Εκεί, σε ένα
πυργόσπιτο στην κορυφή του Οίτυλου, ζει η δεύτερη πεθερά που δέχεται δολοφονική
επίθεση από αγνώστους. Γυναίκα σκληρή, ζυμωμένη
με την αγριάδα της παλιάς Μάνης η Αγορίτσα Πιερρόγιαννη, η απόφαση του γιου της
να παντρευτεί με μια γιατρό αφοσιωμένη στο λειτούργημα της, γκρέμισε μονομιάς
τα όνειρα που είχε για εκείνον.
«Τίλογα φτάσαμε από
εκείνο ντο ευλογημένο σημείο που η Μάνη δεν άγγιζε μύγα σντο σπαθί τς, σήμερα
να παίρνουσιν οι γιοι μας γουρούνες στο σακί, χωρίς να ξέρουν αν οι μήτρες τς
θα καρποφορήσουσιν, μήτε ντο ξέρω, μήτε ντο κατάλαβα ποτέ μου…», θα πει
κατάμουτρα στη νύφη της, όταν εκείνη θα ζητήσει από τον άντρα της να αναβάλλουν
για αργότερα την τεκνοποίηση.
Οικογενειακές συνωμοσίες, άγραφοι νόμοι και αγδίκιωτα
αισθήματα που έρχονται σελίδα τη σελίδα στην επιφάνεια, αποκαλύπτοντας πως
τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Κανείς δεν είναι αυτός που δηλώνει. Αυτή είναι
«Η Πενθερά» μου.
Σας ευχαριστώ!
Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ |
«Καμία!»
«Τότε προς τι αυτό το παραπανίσιο νι;»
«Δεν ξέρω. Κατά μία εκδοχή, η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των όρων πένθος και έρως και υποδηλώνει τον θάνατο του έρωτα».
«Μεγαλειώδες! Πενθερά: ο θάνατος του έρωτα!»
Δύο ηλικιωμένες γυναίκες δέχονται δολοφονική επίθεση την ίδια μέρα και ώρα, σε δύο διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Άγνωστες μεταξύ τους, τις ενώνει ένα αόρατο νήμα: είναι πεθερές που αντιπαθούν τις νύφες τους.
Η Αγορίτσα, μια σκληρή Μανιάτισσα από το Οίτυλο, βλέπει τα όνειρά της να γκρεμίζονται όταν ο γιος της, ο δικηγόρος Σαράντος Πιερόγιαννης, παντρεύεται με μια χειρουργό, αφοσιωμένη στην καριέρα της.
Η Μόσχω, μια καλοκάγαθη Πόντια από την Καλαμαριά, ζει κάτω από την ίδια στέγη με τον μοναχογιό της, τον οδηγό νταλίκας Ηρακλή Τερκενλεκίδη, και την καλλονή σύζυγό του.
Δύο πεθερές, που κάποιοι τις θέλουν νεκρές. Δύο νύφες, που εύχονται να είχαν ορφανούς συζύγους. Δύο γιοι, που συνθλίβονται στις συμπληγάδες της μητρικής αγάπης και του έρωτα. Οικογενειακές συνωμοσίες και μιαρά μυστικά. Άγραφοι νόμοι κι αγδίκιωτα αισθήματα. Κι ένας γρίφος-φωτιά: η πεθερά σκότωσε τον έρωτα ή ο έρωτας την πεθερά;
Ένα κοινωνικό-αστυνομικό μυθιστόρημα που επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα διαχρονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας: υπάρχουν πεθερές-αράχνες ή πρόκειται για ένα άλλοθι των ζευγαριών που δεν καταφέρνουν να κατακτήσουν το «για πάντα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου