Βιβλιο

Βιβλιο
ΜΕ αρέσει το βιβλίο ΑΦΟΥ!!! και η αγάπη μου αυτή με ώθησε στη δημιουργία αυτού του ιστολογίου όπου θα μοιράζομαι την αγάπη μου αυτή παρουσιάζοντας σας τις απόψεις μου για τα βιβλία που με ταξιδεύουν καθώς και προτάσεις ,νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων και πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων καθώς και βιβλιοπαρουσιάσεις στην πόλη μου Θεσσαλονίκη ΑΦΟΥ !!!

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

ΠΕΜΗ ΓΚΑΝΑ ΓΙΑ ΤΟ "ΚΑΠΡΑΓΙΑ" ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ


 ΠΕΜΗ ΓΚΑΝΑ

για το ¨ΚΑΠΡΑΓΙΑ"

από τις εκδόσεις ΠΝΟΗ.








Η παράνοια αντιμέτωπη με τις προκαταλήψεις, αντιμέτωπη με τον φόβο του ανθρώπου μπρος το άγνωστο, το διαφορετικό. Η βλασφημία, η άγνοια, το θανατικό. Ο φόβος, και η λήθη που συχνά μετουσιώνεται σε φόβο της λήθης. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που, απλά, δεν αντέχουν. Ασφυκτικοί οι δεσμοί της οικογένειας γίνονται θηλιά στο λαιμό και πνίγουν, ενίοτε δολοφονούν και άλλοτε πάλι, μήτρα γυναικεία, προστατευτική, θυσία στο βωμό της μητρικής αγάπης. Καλωσήλθατε στην Καπράγια, ένα νησί, πεταμένο σ’ ένα πέλαγο, καλωσορίσατε στο Τοσκανικό Αρχιπέλαγος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στο σπίτι της Ρομίνας, του Μάσσιμο, του καπτα Μπαρτόλο. Ευτυχώς, τα όρια στην συγγραφή δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Τι είναι καλό και τι όχι, τι είναι νόμιμο και τι όχι, τι είναι ηθικό και τι όχι, και εν τέλει τι είναι πραγματικό και τι όχι. Βλέπετε, η γραφή είναι σταυροδρόμια, η γραφή είναι μονοπάτια, άλλοτε δύσβατα, κακοτράχαλα, ενίοτε τρομαχτικά, και άλλοτε πάλι πολυπατημένα και φωτεινά, μα πάντοτε, πιστέψτε με, αφόρητα μοναχικά. Στον επίπλαστο αυτόν κόσμο της γραφής, όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, οι καταστάσεις αλλάζουν κατά το δοκούν. Εξαίρεση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και η Καπράγια. Καθώς οι εικόνες εναλλάσσονταν και η αφήγηση εξελισσόταν, οι ήρωες, μετουσιώθηκαν από αποκύημα της φαντασίας στο μυαλό της γραφούσης και μόνο, σε οντότητες ζώσες. Απέκτησαν σάρκα, ψυχή, και απίστευτη δυναμική. Έπραξαν, πολύ γρήγορα, το αυτονόητο. Ενηλικιώθηκαν, απογαλακτίστηκαν από τη δημιουργό τους, λυτρώθηκαν, απαιτώντας τη φωνή τους, τον χώρο αλλά και τον χρόνο τους στην ιστορία. Στάθηκα στην άκρη, και απλά παρατηρούσα τους ήρωες, τους αφουγκραζόμουν, ζούσα και πέθαινα καθημερινά μαζί τους, μαυροφορέθηκα, θάβοντας άντρα και παιδί, σπάραξα, πόνεσα.
Δολοφόνησα.
Και οι ήρωες με αντάμειψαν.
Διηγήθηκαν τις ιστορίες τους ξεσκίζοντας τις ψυχές τους. Απογυμνωμένοι, πλέον, με έσυραν στον δικό τους μακρινό τόπο. Με τράταραν τα φαγητά τους, ακούσαμε μοιρολόγια, γευτήκαμε την αλμύρα της θάλασσας και κοιτάξαμε αντάμα απ’ το παράθυρο της γρια Νινούτσα, τον γιατρό Σέρτζιο να απλώνει το χέρι στον Απαγορευμένο Καρπό. Πρόσωπα που πλαγιάζουν μαζί, ονειρεύονται, εκδικούνται, μπερδεύονται οι εφιάλτες τους. Κοινός παρονομαστής η αγωνιώδης προσπάθεια της επιβίωσης, της λύτρωσης, που μοιάζει αδύνατη καθώς όλοι έχουν να αντιπαλέψουν τον σκοταδισμό και τις δεισιδαιμονίες της εποχής. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με δολοφονίες, και την αφόρητη σιωπή που συνθλίβει αργά, μα σταθερά, τις ζωές τους, μα το χειρότερο είναι πως έχοντας περάσει από μέσα από την κόλαση δεν έχουν καμία ελπίδα για το μέλλον.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ σελ. 288 - 289

Τη βλέπει. Τον πλησιάζει συνοδεία του πατέρα, μες στα λευκά. Νύφη εύθραυστη. Πασχίζει να την αγαπήσει. Αδύνατο. Κόμποι ιδρώτα στο μέτωπό του, κόμπος και στο λαιμό. Ο γιατρός Σαπίρο τον παρατηρεί με βλέμμα επίμονο, ενοχλητικό, σαν γεράκι πάνω του, σκληρό. Ο γερο-γιατρός κατάλαβε, δεν μιλά όμως. Ο Σέρτζιο σαλιώνει τα χείλια του. Ξερά, σκασμένα. Η καρδιά του χτυπά δυνατά. Ντροπή, κοκκινίζει. Η νύφη του χαμογελά, μαργαριταρένιο χαμόγελο. Δίνει τους όρκους του με φωνή που τρέμει. Θα την αγαπά –ψέμα– θα την τιμά –ψέμα– θα την προστατεύει. Πρέπει να έχει πυρετό, το μέτωπο του καίει. Ψέμα. Δεν καίει το μέτωπο, δεν έχει πυρετό, φόβος είναι μόνο. Το μυστήριο τελειώνει λυτρωτικά. Λουλούδια λευκά παντού, μπουμπούκια, πράσινα φύλλα. Μυρωδιά βαριά, τριανταφυλλένια, λιβάνι. Πανικοβάλλεται, κηδεία θυμίζει, κι όχι χαρές.Οι σκέψεις του ανάκατες. Χάθηκε κι ο Μπαρτόλο, άνοιξε η θάλασσα και τον κατάπιε. Άδεια πια η Καπράγια. Και η Ρομίνα σαν εκείνον, θηρίο μαντρωμένο στο εμπορικό του σακάτη. Ηαρρώστια της χειροτερεύει· σαν να είδε τα σημάδια ο Σέρτζιο τη μέρα που έφευγε για τη Σετσίνα. Του δίνουν να πιει, ξεχνά για λίγο πως  σήμερα γίνονται οι γάμοι του και γαληνεύει. Ξεχνά τις χαρές του, μα δεν απαλύνεται ο πόνος. Χορεύει. Σέρνει πρώτος τον χορό σκυφτός, κατάχλωμος. Δίπλα του η νύφη λαμπερή, στητή, με ελαφρώς βαμμένα ροζ μάγουλα. Της γελά με ψεύτικη χαρά. Μουδιάζουν τα δάχτυλά του. Η Ερμίνα τον κοιτάζει, ίδιο βλέμμα με του γιατρού Σαπίρο. Η Ερμίνα ξέρει. Ο Σέρτζιο τρομάζει, ο Σέρτζιο πονά, ο Σέρτζιο χορεύει στο γάμο του, σέρνοντας πρώτος τον χορό.

Δείτε περισσότερα για το βιβλίο και την συγγραφέα ΕΔΩ


Καπράγια, Τοσκανικό Αρχιπέλαγος, Φεβρουάριος 1914

 «Μου είπαν πως η Οφέλια δεν υπάρχει. Το είπε κι ο γιατρός. Πρώτη φορά ερχόταν γιατρός στο σπίτι, πρώτη φορά έβλεπα από κοντά κάποιον ξένο. Του άρπαξα το χέρι και του έδειξα την Οφέλια. “Κοίτα! Τη βλέπεις;” Κοίταξε εκεί που έδειχνα και στράφηκε προς το μέρος μου. Έβαλε το χέρι στο μέτωπό μου. “Έχεις πυρετό” μου είπε μόνο. “Τη βλέπω, σε κοιτάζει” επέμεινα. «Είναι ο πυρετός. Όταν περάσει, θα φύγει κι αυτή μαζί του”.

»Θέλησα να του πω πως υπήρχε και πριν από την αρρώστια, μα η νόνα Γκρατσιέλα μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Έτσι, έκλεισα τα μάτια για να μη βλέπω. Κι από κείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Η Οφέλια ερχόταν στα όνειρά μου κι έμενε όταν ξυπνούσα – ένας εφιάλτης που μόνο ο Αγκοστίνο μου μπόρεσε να σπάσει.

»Γεννήθηκα με το σημάδι του διαβόλου που φέρουν όλα τα θηλυκά της γενιάς της Γκρατσιέλας, κι όπου πάμε, σπέρνουμε κακοτυχία, φονικά, κι ο τόπος ερημώνει. Είμαι η Ρομίνα και σήμερα είναι η τελευταία μέρα που ζω».

Μια σειρά από φονικά συνταράσσει τη μικρή κοινωνία της Καπράγιας. Σ’ αυτά προστίθεται μια επιδημία ευλογιάς, και οι μέρες γίνονται όλο και πιο σκοτεινές. Η παράνοια, ο φόβος και ο θρησκευτικός φανατισμός παίρνουν τα ηνία, και όλοι ψάχνουν το εξιλαστήριο θύμα.

Οι ήρωες, παγιδευμένοι στα στενά πνευματικά και γεωγραφικά όρια του νησιού, πασχίζουν να περισώσουν ό,τι μπορούν από τις επιθυμίες τους, ερχόμενοι σε ευθεία σύγκρουση με τις κοινωνικές επιταγές.

Το τέλος έρχεται με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μνήμες ανασύρονται, και η τραγική αλήθεια ρίχνει άπλετο φως στο σκοτάδι.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Πέμη Γκανά γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Χολαργό. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και έκανε μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία του Καταναλωτή στο πανεπιστήμιο John Moores του Λίβερπουλ.

Το 2016 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της, «Kairlov», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2019 συμμετείχε με το διήγημα «Τα όνειρα του κυρίου Πάντιγκτον» στη συλλογή διηγημάτων «Μαζί ξανά», από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Διηγήματά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ το διήγημα «Charleston chew», της σειράς «Μπόλτον Κρικ», βραβεύτηκε το 2018.

Η «Καπράγια» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου