Eδώ και τρεις δεκαετίες είμαι fan της Ζυράννας Ζατέλη και του μαγικού μυθοπλαστικού σύμπαντός της. Διάβασα όλα της τα πονήματα και περιμένω με αγωνία το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας "Ραμάνθις". Για όσους δεν γνωρίζουν την απαράμιλλη γραφή της με το πολυτονικό σύστημα, θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το αριστούργημά της "Και με το φως του λύκου επανέρχονται". Θα σας αιχμαλωτίσει σε μία ατμόσφαιρα από την οποία θα αργήσετε πολύ να απελευθερωτείτε.
"Την Ιουλία την κυνηγούσαν σκιές..." "Κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο (έχοντας στην αρχή τον νου της και στις σκάλες, μην ανέβει κανείς και την πιάσει, αργότερα τον έχασε) κι έβγαζε από τον ποδόγυρο του φουστανιού της, απ΄τον στηθόδεσμο ή άλλο εσώρουχο, ή από κάποια κρυφή εσωτερική τσέπη, το γράμμα του, εκείνο το μοναδικό χαρτί με τις λίγες μελανές λέξεις - λέξεις που είχαν αόρατα διαρραγεί, διασταλλεί και θαμπώσει απ΄τη μόνιμη πια επαφή τους με κάτι λίγο-πολύ νωπό, οργανικό..." "Όλα όσα είχε λοιπόν για να συντηρεί μια τέτοια αγάπη και τις τύψεις της ήταν αυτό το χαρτί - και τα πηγάδια κάτω απ' τις λέξεις γίνονταν τώρα τρισβαθύτερα...".
"Οι λαγοί δεν ήταν όνομα κάποιας τοποθεσίας, ήταν οι ίδιοι οι λαγοί που αφθονούσαν τέτοιο καιρό στα λειβάδια και, μόλις νύχτωνε κι έβγαινε το φεγγάρι, ιδίως αν ήταν ολόγιομο, έβγαιναν κι αυτοί κι έπαιζαν με τα λαγουδάκια τους στο φεγγαρόφωτο..." "Η Ιουλία τα είχε δει - μία φορά μόνο, αλλά τα είχε δει, όταν ήταν ακόμα μικρότερη, πέντε ή έξι χρόνων..."
"Πρώτος τους είδε ο Αργύρης..." "Είν' εκεί!... Τους είδα!..."
"Στην αρχή κανείς δεν είπε τίποτα - ό, τι ζώα και να 'ταν στο κάτω-κάτω, η χάρι τους στα παιχνίδια ήταν ανυπολόγιστη... Μα σιγά-σιγά καταλάβαιναν (ο Ησύχιος και η Φεβρωνία με τον τρόπο τους, τα παιδιά με τον δικό τους) πως, οπωσδήποτε, τα ζώα αυτά δεν ήταν λαγοί. δεν ήταν καν κουνάβια ή αλεπούδες. Και τους περιέλουσε όλους κρύος ιδρώτας: ήταν... λύκοι".
Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τα αφήσεις σε έναν αγριότοπο, σε μιά ερημιά απ όπου δέν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι...
Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. -επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα- αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.
Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.
Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπεί σέ έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μιά μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα.
Γράφει ο Σίμος Κερασίδης.
"Την Ιουλία την κυνηγούσαν σκιές..." "Κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο (έχοντας στην αρχή τον νου της και στις σκάλες, μην ανέβει κανείς και την πιάσει, αργότερα τον έχασε) κι έβγαζε από τον ποδόγυρο του φουστανιού της, απ΄τον στηθόδεσμο ή άλλο εσώρουχο, ή από κάποια κρυφή εσωτερική τσέπη, το γράμμα του, εκείνο το μοναδικό χαρτί με τις λίγες μελανές λέξεις - λέξεις που είχαν αόρατα διαρραγεί, διασταλλεί και θαμπώσει απ΄τη μόνιμη πια επαφή τους με κάτι λίγο-πολύ νωπό, οργανικό..." "Όλα όσα είχε λοιπόν για να συντηρεί μια τέτοια αγάπη και τις τύψεις της ήταν αυτό το χαρτί - και τα πηγάδια κάτω απ' τις λέξεις γίνονταν τώρα τρισβαθύτερα...".
"Οι λαγοί δεν ήταν όνομα κάποιας τοποθεσίας, ήταν οι ίδιοι οι λαγοί που αφθονούσαν τέτοιο καιρό στα λειβάδια και, μόλις νύχτωνε κι έβγαινε το φεγγάρι, ιδίως αν ήταν ολόγιομο, έβγαιναν κι αυτοί κι έπαιζαν με τα λαγουδάκια τους στο φεγγαρόφωτο..." "Η Ιουλία τα είχε δει - μία φορά μόνο, αλλά τα είχε δει, όταν ήταν ακόμα μικρότερη, πέντε ή έξι χρόνων..."
"Πρώτος τους είδε ο Αργύρης..." "Είν' εκεί!... Τους είδα!..."
"Στην αρχή κανείς δεν είπε τίποτα - ό, τι ζώα και να 'ταν στο κάτω-κάτω, η χάρι τους στα παιχνίδια ήταν ανυπολόγιστη... Μα σιγά-σιγά καταλάβαιναν (ο Ησύχιος και η Φεβρωνία με τον τρόπο τους, τα παιδιά με τον δικό τους) πως, οπωσδήποτε, τα ζώα αυτά δεν ήταν λαγοί. δεν ήταν καν κουνάβια ή αλεπούδες. Και τους περιέλουσε όλους κρύος ιδρώτας: ήταν... λύκοι".
Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τα αφήσεις σε έναν αγριότοπο, σε μιά ερημιά απ όπου δέν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι...
Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. -επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα- αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.
Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.
Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπεί σέ έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μιά μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα.
Γράφει ο Σίμος Κερασίδης.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου